Γράφει η Κατερίνα Αναγνωστοπούλου Σωτηροπούλου
Η κυρά Μαρία ζούσε στο απέναντι διαμέρισμα με παρέα την άνοιά της και μια καλή σύνταξη που της είχε αφήσει ο συγχωρεμένος ο άντρας της.
Είχε πεθάνει πρώτα ο γιός της σε τροχαίο, σύντομα τον ακολούθησε κι ο άντρας της, δεν άντεξε το χαμό του.
Μια Ρωσίδα μεσήλικη είχε αναλάβει τα τελευταία χρόνια τη φροντίδα της.
Από χθες το νεκρώσιμο με τη γκριζόμαυρη αγέλαστη φωτογραφία της γειτόνισσάς μου, βρίσκεται ακόμα κολλημένο στην κολώνα της ΔΕΗ, κάτω απ’ το σπίτι της. Ταλαιπωρημένο απ’ τη βροχή επιμένει να διαλαλεί βουβά το θάνατό της.
Και σήμερα τρείς άνθρωποι διαλύουν τα υπάρχοντά της: μια μακρινή ανιψιά της, η Ρωσίδα που την πρόσεχε και ένας Αλβανός εργάτης.
Η ανιψιά μοιράζει διαταγές με το κινητό στ’ αυτί κι ένα τσιγάρο στο χέρι και οι άλλοι δύο γεμίζουν κούτες, σακούλες απορριμμάτων, συσκευάζουν δέματα, πακετάρουν πίνακες, χαλιά, πολύτιμα αντικείμενα…Τα έπιπλα κι οι συσκευές έχουν φύγει πρώτα.
Ανατρέχω στα καλοκαιρινά απογεύματα , τότε που η μακαρίτισσα καθόταν σε μια πλαστική καρέκλα στο μικρό της μπαλκόνι που έβλεπε στο δρόμο, τυλιγμένη χειμώνα καλοκαίρι στο μαύρο σάλι της, χαμένη μέσα στο δικό της κόσμο.
Μόνο τα μαλλιά της έμεναν τα ίδια στη διάρκεια των χρόνων. Πλούσια και λαμπερά, καλοχτενισμένα σε κότσο που συγκρατούσαν φουρκέτες , όπως τις εποχές που ήταν νέα. Ήταν από τα ελάχιστα όμορφα πράγματα πάνω της. Το χρώμα τους μοιραία είχε αλλάξει. Από βαθύ καστανό του φουντουκιού, πήρε το χρώμα του πάγου.
Ήταν καλός άνθρωπος. Μοίραζε χαμόγελα κι ευχές, χαιρόταν με τη χαρά του άλλου. Και πάντα είχε τη συνήθεια να μαζεύει αλλά και να χαρίζει αντικείμενα. Ακόμα και την περίοδο της άνοιας.
Τη θυμάμαι στις αρχές της αρρώστιας της, τ’ απογεύματα να βγαίνει στο μπαλκονάκι με τα κόκκινα γεράνια, τους κατιφέδες και τα ζουμπούλια. Αφού πρώτα τα χάιδευε και τους κρυφομιλούσε , έβαζε στη συνέχεια όλη της τη δύναμη, πιανόταν από την κουπαστή του κάγκελου και σκύβοντας επικίνδυνα άρχιζε να φωνάζει στους περαστικούς: «Στέλλα- κοπέλα, τι ώρα είναι;» «Κύριε… κύριε , Τετάρτη είναι… σήμερα;»
Όποιος τύχαινε να της απαντήσει, εισέπραττε ένα δωράκι για τον κόπο του. Έβγαζε από την φαρδιά τσέπη της ρόμπας της κάτι-δεν είχε σημασία, μπορεί να ήταν δυο καραμέλες, ένα χτενάκι περίτεχνο για τα μαλλιά, ένα μεταξωτό μαντίλι, ένα μπισκότο, ένα ξερό λουλούδι, ένα στυλό ή μια βεντάλια-και το πετούσε κάτω στο δρόμο μ’ ένα καλοκάγαθο, φαφούτικο χαμόγελο κι ένα τρεμάμενο, κομμένο σε φθόγγους ‘’Ευχαριστώ …παιδί μου. Έχε.. την ευχή μου’’.
Σήμερα η ζωή της ηλικιωμένης γειτόνισσάς μου έγινε φύλλο και φτερό! Έμεινε μόνο το άδειο σπίτι έρημο, να χάσκει στο κενό.
Καθώς τα ράφια, οι ντουλάπες και τα συρτάρια άδειαζαν, τα κουτιά και οι σακούλες γέμιζαν, συνειδητοποίησα πως τα πράγματά μας θα έχουν μεγαλύτερη διάρκεια από μας…
Μαζεύουμε μια ολόκληρη ζωή λογής λογής αντικείμενα, ένα σωρό άψυχα πράγματα , που στο τέλος, θέλοντας και μη, θα τα εγκαταλείψουμε. Κι οι συγγενείς μας θα τα ξεφορτωθούν στη συνέχεια, μπορεί και βρίζοντας.
Τρεις άνθρωποι δούλεψαν όλη τη μέρα και έβγαλαν έξω στο δρόμο ολόκληρη τη ζωή της οικογένειας της Μαρίας, σε τριάντα δυο μαύρες πλαστικές σακούλες…
Τη φόρτωσαν στην καρότσα ενός παλιού φορτηγού που έγραφε «Παλεοπωλίον Ο Σαράντις. Αγοράζο- πουλό παλεά –τημαί πολί ικονωμικαί»
Πόσο γρήγορα και με πόση ευκολία όλα τα αντικείμενα, που σηματοδότησαν κάποτε το πέρασμα ενός ανθρώπου απ’ αυτή τη γη, μπορούν να συσκευαστούν και να συνεχίζουν να ζουν αλλάζοντας κάτοχο ή να πεταχτούν στ’ αζήτητα!!!