Για άλλη μια φορά βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα νέο έτος. Όλοι με μια ευχή στο στόμα: ευτυχές το Νέο Έτος! Ωστόσο παραμένει το ερώτημα ποια είναι η αληθινή ευτυχία. Και τούτο γιατί υπάρχει αμφισημία στην έννοια όταν η άνεση φέρνει ευτυχία αλλά όχι την τέλεια, όταν τα χρήματα φέρνουν ευτυχία, αλλά είναι επί θύραις η αφροσύνη και το άγχος. Τα εξωτερικά γνωρίσματα της ευτυχίας την καθιστούν περισσότερο εύθραυστη και δημιουργούν ψευδαισθήσεις όταν θυσιάζεται η ουσία της ζωής και η συλλογική συνείδηση. Η αληθινή ευτυχία ενίοτε δεν είναι αυτό που ονειρευόμαστε, όταν το ρολόι χτυπήσει μεσάνυχτα για την υποδοχή του νέου έτους. Το κυνήγι της ευτυχίας είναι ταυτισμένο με το κυνήγι της αλήθειας. Η αληθινή ευημερία δεν είναι η άλυσος του εφήμερου και των εθισμών που θα επανέλθουν την επόμενη μέρα της πρωτοχρονιάς. Η αληθινή ευτυχία ως αγάπη, συμφιλίωση, ελπίδα, κοινός νους, ειρηνικές σχέσεις απαιτεί Πνεύμα ανατροπής και αποκοπής από το εγωκεντρικό θέλημα λειτουργίας του εαυτού, πηγή κάθε κακίας. Τα ευχολόγια που επαναλαμβάνονται κάθε χρόνο, ως θεωρητική προσέγγιση της πρωτοχρονιάς, είναι η μια όψη της γιορτής και του φλουριού της βασιλόπιτας. Οι διανοητικές αρετές δεν πιστώνονται ως πληρότητα της υπαρξιακής αγωνίας του ανθρώπου και της απόκτησης καθολικής ευτυχίας.
Ο Αριστοτέλης ως υπέρτατο αγαθό του ατόμου συνάμα και της πόλης ορίζει την ευδαιμονία, η οποία αφορά την κατάσταση της ψυχής και συνίσταται στην άσκηση της αρετής, ως κοινωνικής πρακτικής παρά ως νοητικής στάσης. Πρόκειται για εσωτερική συνθήκη ύπαρξης με τη συνθετική άσκηση τόσο της διάνοιας όσο και του ήθους της ψυχής για να διαμορφωθεί ο χαρακτήρας του ανθρώπου. Η μονομέρεια της διανοητικής ικανότητας και του ορθολογισμού δεν επέφερε τα αναμενόμενα αποτελέσματα στην ευαισθησία του κόσμου για δικαιοσύνη και ειρήνη. Στην τέχνη και τα εικονογραφημένα παραδείγματα του πολιτισμού μας αποτυπώνεται κάτι που μας διαφεύγει ή το απωθούμε. Η καταφυγή στο ανορθολογικό, στην ελπίδα αποκαλυπτικής πίστης, στα όνειρα, στη λειτουργία της διαίσθησης είναι αυτά που ενισχύουν την κατανόηση του απύθμενου της ψυχής. Χωρίς εκσκαφή στα βάθη της ψυχής από αναγωγές και εμπειρικούς δείκτες πίστης σε ήθος κοινότητας θα παραμένει μάταιη η δίψα και το κυνήγι για ευτυχία προσωπική και κοινωνική. Με την αποδόμηση του παρελθόντος και της ιστορίας, που διαθέτουν προβολείς αυτογνωσίας, δεν δημιουργείται ασφαλές μέλλον. Η ιστορία έχει διδάξει ότι η ελπίδα δεν εδραιώνεται με τη σκοπιμότητα και τη χειριστική διαχείριση του χρόνου εις βάρος του άλλου συνανθρώπου ή αλλοεθνούς. Για παράδειγμα ακούγεται παράλογο να αναστήνεται η αλληλεγγύη όταν προκαλούνται πόλεμοι και ανθρώπινες τραγωδίες. Ελπίδα μαζί με την αγάπη σημαίνει ότι μοιραζόμαστε ένα ιδεώδες, μια Αλήθεια η οποία υπερβαίνει το άτομό μας και την καθημερινότητα.Είναι απώλεια όταν δεν μεταγγίζονται στην εποχή μας κείμενα και εμπειρίες του ελληνικού πολιτισμού που διαμορφώνουν την ταυτότητα του ανθρώπου και ορίζουν την ομορφιά της ζωής. Ο Ηρόδοτος που αναζητεί το διαχωρισμό του αληθοφανούς από το μη αληθοφανές, παραδέχεται τη θεϊκή παρέμβαση.
Αν η «αρχή» του χρόνου δεν είναι μόνο για τα μάτια και τις αισθήσεις τότε η θέση της για το «ευ ζην» βρίσκεται στην ψυχή του ανθρώπου. Η αρχή είναι ένα αίνιγμα γιατί μ’ αυτή την έννοια ερχόμαστε στον κόσμο, δημιουργούμε μέσα στο χρόνο, αλλά δεν εισχωρούμε ανέξοδα στην άδυτη, αποκαλυπτική αλήθεια του. Η αρχή ως μέτρο του χρόνου της βιολογικής ζωής έχει τέλος δεσμευτικό έως πεσιμιστικό για την ανθρώπινη ύπαρξη, αφού με το «τέλος» του ιστορικού χρόνου, χωρίς μεταφυσική εσχατολογία, η ελπίδα παραμένει ληξιπρόθεσμη. Ο Πλάτων ως αντίλογο διδάσκει τη σκέψη και τη μνήμη απελευθερώνοντας την «αρχή» από την αιχμαλωσία του παρελθόντος με τα λάθη του. Και ο Παύλειος λόγος σημειώνει «τοις όπισθεν επιλανθανόμενος τοις δε έμπροσθεν επεκτεινόμενος». Αφήνουμε πίσω τα παλιά, διδασκόμαστε απ’ αυτά και επεκτεινόμαστε στο μέλλον με όραμα που ξεπερνάει τα κτιστά όρια του χρόνου που προκάλεσε το εγώ. Εάν ο χρόνος ενσωματωθεί στο αιώνιο τότε παύει η τελεσιδικία της ελπίδας με δόλωμα τον ωφελιμισμό και την ευτυχία με προθεσμιακούς όρους και ορίζοντες. Ο χρόνος είναι πανδαμάτωρ όταν η έπαρση και η εφήμερη δόξα διαγράφουν από τη μνήμη το γιορτινό κάλλος της ψυχής με τα πρότυπα που το βίωσαν. Η αγάπη και η κοινότητα τρόπου ζωής των πρώτων χριστιανών με την κοινοκτημοσύνη νικούσε τον ατομικισμό. Έτσι τα κοινοτικά συμβολικά έθιμα (βασιλόπιτα κ.ά.), που επικράτησαν μέχρι σήμερα, διαδηλώνουν εναντίον μηχανισμών που δημιουργούν μια υβριδική ελευθερία, έναν υβριδικό πολιτισμό από καταναλωτισμό, εξουσιολαγνεία, από ανταγωνισμούς για το «έχειν» με αντιφάσεις και αδικίες. Όταν ο διπλανός συνάνθρωπος πονάει και δυστυχεί δεν μπορεί οι υπόλοιποι, ως ομοειδή πλάσματα, να είναι ιδιοκτήτες της χαράς. Στα πλαίσια της συμπόνιας ο χριστιανισμός υιοθέτησε τη χαρμολύπη, την ενσυναίσθηση. Ο Τζούλιαν Μπαγκίνι, καταξιωμένος διανοούμενος, διαχωρίζει την απόλαυση από την ευτυχία. Σημειώνει ότι η ευτυχία δεν είναι ιδιωτική επιδίωξη. Και φέρνει το εξής επιχείρημα: όταν ξεκινήσει κάποιος για το ταξίδι αναζήτησης της ευτυχίας και δει κάποιον να βουλιάζει σε κινούμενη άμμο, τότε θα ήταν καλύτερα να τον σώσει παρά να τον εγκαταλείψει και να επιδιώξει τη δική του ευχαρίστηση.
Οι έννοιες του χρόνου και της αιωνιότητας, ως υπαρξιακές διαστάσεις της πραγματικότητας απασχολούν ανέκαθεν τον άνθρωπο. Συνδέονται με τη φθορά και την αφθαρσία. Το φόβο του θανάτου και την αθανασία. Με θεμέλιο την πίστη η αιωνιότητα δεν είναι άρνηση του χρόνου, είναι ολοκλήρωση και αποκατάσταση. Αιωνιότητα δεν αφορά στην άρνηση του χρόνου και κάτι το αφηρημένο. Πρόκειται για πρόταση αιώνιας παρουσίας της καθολικότητας της πληρότητας ζωής που εισβάλει με τη σάρκωση του Λόγου (Χριστούγεννα). Τα Χριστούγεννα δρασκελίζουν το χρόνο αφού ο Λόγος ήρθε για να μείνει, επαναλαμβανόμενος στους αιώνες με τη διαρκή εφημερία παραδείγματος πίστης και τρόπου ζωής, χωρίς χρονικούς περιορισμούς. Κάθε χρόνο γενιές γενιών ψάλλουν, ενεστωτικά, τον ύμνο: «Σήμερον γεννάται…, σήμερον κρεμάται επί ξύλου» και ανίσταται.Ο χριστιανισμός είναι μια ανακυκλούμενη ανάμνηση στην πάροδο των χρόνων που ενώνει το διασπασμένο χρόνο από αναβολές και ανεκπλήρωτες επιθυμίες. Είναι εμπειρία της αιωνιότητας εδώ και τώρα με τη διείσδυση στο μυστήριο της διαγενεαλογικής πίστης και της αγάπης. Όταν αγαπάς δεν μετράς το χρόνο τον νικάς. Ακόμη και η φυσική απουσία εκείνου που αγαπάς είναι συνεχής παρουσία στην ψυχή. Με την αγάπη ο χρόνος ενώνεται και αφομοιώνεται με την αιωνιότητα. Είναι ανεξάντλητος ο χρόνος όταν διαγενεαλογικά μεταλαμπαδεύονται πρότυπα, ήθη και έθιμα. Η γιορτή δεν έχει τέλος όταν ο άνθρωπος έχει μέσα του το Λόγο της ύπαρξης, το νόημα που διαρκώς τον ουσιοποιεί, τον ζωοποιεί και διαιωνίζεται.
Σύμφωνα με τον Μιρτσέα Ελιάντε αιώνες πριν την εμφάνιση των Ινδο-Ευρωπαίων στη Μικρά Ασία, η μυθικο-τελετουργική πλοκή του Νέου Χρόνου, θεωρούνταν ως επανάληψη της Δημιουργίας. Οι αρχαϊκές και παραδοσιακές κοινωνίες θεωρούσαν νέα αρχή κάθε χρόνο την ελευθερία που ταυτιζόταν με μια «καθαρή ύπαρξη».Όμως στις πρωτόγονες κοινωνίεςο χρόνος καταγράφεται κυκλικά, βιολογικά,δηλαδή έχουν ανάγκη να αναγεννηθούν καταργώντας το παρελθόν, χωρίς να επιτρέπουν να γίνει ιστορία.Η εξάλειψη ενός σφάλματος γινόταν με κάποια φυσικά μέσα (αίμα κ.ά.). Ο βουδισμός ξεκινά με την αρχή (αξία) ότι όλη η ύπαρξη είναι πόνος και προσφέρει τη δυνατότητα ενός συγκεκριμένου και τελικού τρόπου διαφυγής από την αδιάκοπη διαδοχή δεινών στην οποία μπορεί να αναχθεί κάθε ανθρώπινη ζωή. Η μεγάλη αξία του χριστιανισμού είναι ότι δίνει νόημα στη δυστυχία μεταμορφώνοντας τον πόνο σε μια εμπειρία με πνευματικό περιεχόμενο, χωρίς να αδιαφορεί αλλά να προβάλλει τα αίτια που τον προκάλεσαν. Η κυκλική επανάληψη στο χρόνο και εμμονή του ανθρώπου στα σφάλματά τουματαιώνει την αναγέννηση. Το κυνήγι της ευτυχίας σημαίνει μετα-νόηση σύμφωνα με ενοειδή Αλήθεια, απελευθέρωση από ψυχικά τραύματα, μεταποίηση σε αρετές και δραπέτευση από το φόβο και το άλγος του άγχους που μουτζουρώνουν το χρονολόγιο της ζωής.
Η Ορθοδοξία όπως και θρησκείες της Ανατολής δεν δέχονται τη μοίρα της ανθρώπινης ύπαρξης ως τελική και αμετάκλητη. Η ελευθερία στον καινούργιο χρόνο υπονοείται ότι είναι συνυφασμένη με τη δημιουργία ενός νέου ανθρώπου που εγκαινίασε προς ολίγων ημερών η σάρκωση της θεανθρωπότητας του Λόγου (Χριστούγεννα). Δηλαδή η αρχή, ως χρονική έννοια, ταυτίζεται με μια πνευματική αξία. Η ευτυχία έχει σχέση με το περιεχόμενο που δίνουμε στην ανθρωπολογία και οντολογία. Ο Χαϊντέγγερ σημειώνει ότι ο λόγος «ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημετέραν και καθ’ ομοίωσιν» απονεμήθηκε ως δωρεά και ένδειξη υπεροχής στο λογικό άνθρωπο έναντι των ά-λογων όντων. Τα ονόματα στην ιστορία που παρέμειναν στη μνήμη των ανθρώπων και γιορτάζονται, όπως ο Μέγας Βασίλειος, θυσιάστηκαν για την αγάπη και την πίστη που ενσάρκωσαν. Ο χρόνος έγινε χαρά, εντάχθηκε στην αιωνιότητα γιατί τα πρόσωπα αυτά δεν εγκλωβίστηκαν στην επανάληψη των ίδιων και ανακυκλούμενων παθογόνων καταστάσεων.
Η ιδέα της υπέρβασης ότι ο άνθρωπος είναι κάτι που εκτίνεται περ’ από τον εαυτό του και το χρόνο και είναι περισσότερο από ένα νοήμον ον, αποδεικνύεται με τη μετοχή του σε μια γιορτή θεογνωσίας, θεοφάνειας του Λόγου, αιώνιου προσώπου. Έτσι, για παράδειγμα ο άνθρωπος αφήνει τον παλιό χρόνο και γιορτάζει τη μνήμη του Μεγάλου Βασιλείου, πρόσωπο που με όλο του το Είναι αφιερώθηκε σ’ αυτό που πίστευε με όλη τη δύναμη της ψυχής του, δηλαδή στο πρότυπο, αποκαλυπτικό αρχέτυπο της θυσιαστικής αγάπης και της φιλανθρωπίας. Ο Μέγας Βασίλειος συνήψε στο παιδευτικό του λόγο την θύραθεν σοφία με την αποκαλυπτική αλήθεια, συνύφαινε στο λόγο του την αλήθεια με την αρετή και το κάλλος. Είναι περίφημοι σ’ αυτά τα πλαίσια οι αναφορές του και οι λογοτεχνικές μεταφορές του όταν απευθύνεται προς τους νέους (Επιστολή 3). Παρατίθεται σε μετάφραση ένα απόσπασμα κειμένου επιστολής του προς τους νέους: «Στην πραγματικότητα για ένα φυτό φυσική αρετή είναι να δίνει καρπό στην ώρα του, όμως του δίνουν ομορφιά και τα φύλλα που κινούνται πάνω στα κλαδιά. Έτσι συμβαίνει και με την ψυχή, έχει πρώτα για καρπό την αλήθεια. Όμως είναι ωραίο να φοράει και την κοσμική σοφία, σαν φύλλα που προστατεύουν τον καρπό και δίνουν καλή θέα».