Νέες αναταράξεις στις σχέσεις μεταξύ πελατών – προμηθευτών έχει προκαλέσει η πανδημία, καθώς η σημαντική μείωση της ζήτησης σε πολλούς κλάδους και η επακόλουθη υποχώρηση των εσόδων για πολλές επιχειρήσεις οδηγεί σε σημαντικές καθυστερήσεις στις πληρωμές αλλά και σε αύξηση των ποσών εκείνων που θεωρούνται ότι δεν πρόκειται να εισπραχθούν ποτέ. Το φαινόμενο μάλιστα αναμένεται, σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, να ενταθεί περισσότερο εντός του 2021.
Σύμφωνα με στοιχεία της εταιρείας ασφάλισης πιστώσεων Atradius, οι πληρωμές σε καθυστέρηση έχουν εκτοξευθεί πλέον στο 48% της συνολικής αξίας των πωλήσεων μεταξύ επιχειρήσεων (B2B), από 28% το 2019. Η αύξηση αυτή κατά 71% σε ετήσια βάση δείχνει αφενός την προβληματική κατάσταση για τις επιχειρήσεις που καθυστερούν και αφετέρου την πρόσθετη επιβάρυνση για τις επιχειρήσεις που είναι συνεπείς, αλλά περιμένουν να πληρωθούν. Μια επιδείνωση του παραπάνω φαινομένου δυστυχώς μπορεί να λειτουργήσει ως ντόμινο στην αγορά.
Περίπου 50% των επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην έρευνα της Atradius δήλωσαν ότι έχουν πελάτες με τιμολόγια σε καθυστέρηση, με την καθυστέρηση αυτή να είναι μεγαλύτερη κατά 26 ημέρες (κατά μέσον όρο) σε σύγκριση με το 2019. Από την έρευνα προκύπτει, επίσης, ότι ένα σημαντικό μέρος των οφειλών επιχειρήσεων προς επιχειρήσεις δεν αποπληρώνεται ποτέ. Περίπου το 6% της αξίας των εισπρακτέων διαγράφηκε οριστικά μετά την εκδήλωση της πανδημίας.
Ο μέσος όρος πληρωμών ανέρχεται στις 50 ημέρες, με το 52% των συμμετεχόντων να δηλώνει ότι αύξησε τον συμβατικό χρόνο πληρωμής κατά 30 ημέρες μετά την εκδήλωση της πανδημίας. Το 41% δεν άλλαξε τους όρους πληρωμών μετά την εμφάνιση του κορωνοϊού και στην Ελλάδα, ενώ υπάρχει και ένα 7% που ζήτησε αυστηρότερους όρους, δηλαδή οι πληρωμές να γίνονται εντός μικρότερου χρονικού διαστήματος σε σχέση με την προ COVID-19 περίοδο.
Ο φόβος για αλυσιδωτές επιπτώσεις από τις καθυστερήσεις πληρωμών αποτυπώνεται στα ακόλουθα στοιχεία: 55% των επιχειρήσεων δήλωσαν ότι η συσσώρευση οφειλών από τους πελάτες τους προκαλεί σε αυτές δυσκολία στις ταμειακές ροές (το αντίστοιχο ποσοστό στη Δυτική Ευρώπη, με την οποία συγκρίνεται η Ελλάδα, είναι 35%) με συνέπεια να οδηγούνται με τη σειρά τους σε δράσεις μείωσης του κόστους. Αυτές περιλαμβάνουν κυρίως την καθυστέρηση πληρωμών προς τους δικούς τους προμηθευτές (49% των επιχειρήσεων) και «πάγωμα» νέων προσλήψεων (44% των επιχειρήσεων).
Την ίδια ώρα, ενδιαφέρον έχει το στοιχείο ότι στην Ελλάδα παρατηρείται εξαιρετικά υψηλό ποσοστό απόρριψης αιτημάτων για εμπορική πίστωση. Ειδικότερα, η απόρριψη αιτημάτων αφορά το 30% της αξίας των πωλήσεων μεταξύ επιχειρήσεων, ποσοστό που είναι και το υψηλότερο που συναντάται στη Δυτική Ευρώπη. Το υψηλό αυτό ποσοστό σχετίζεται κυρίως με τον φόβο των προμηθευτών για την επιδείνωση της φερεγγυότητας των πελατών τους μετά την έναρξη της πανδημίας, με τα ποσοστά να είναι υψηλότερα στην περίπτωση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Από την άλλη, πάντως, οι επιχειρήσεις που επιλέγουν να πωλήσουν τα προϊόντα τους με πίστωση δήλωσαν σε σημαντικό ποσοστό ότι το έπραξαν για να στηρίξουν τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην εγχώρια αγορά (38%), ένα 28% το έκανε για να παραμείνει ανταγωνιστικό, ενώ ένα 28% δήλωσε ότι έδωσε εμπορική πίστωση ως μιας μορφής βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση.
Εφ. Καθημερινή