Του Λεωνίδα Στεργίου
Κολλημένα στο μηδέν βρίσκονται τα επιτόκια καταθέσεων στην Ελλάδα, παρά την άνοδο των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και την αύξηση του Euribor σε θετικά πλέον επίπεδα. Βασική αιτία, η υπερβάλλουσα ρευστότητα που προέρχεται κυρίως από τις καταθέσεις, κάτι που διαφοροποιεί τις ελληνικές τράπεζες από τις ευρωπαϊκές, οι οποίες έχουν ξεκινήσει να αυξάνουν τα επιτόκια για τους αποταμιευτές. Η πρόσφατη δημοπρασία εντόκων γραμματίων του ελληνικού Δημοσίου 3μηνης διάρκειας, με επιτόκιο 1,35%, τράβηξε το ενδιαφέρον αρκετών καταθετών.
Τραπεζικά στελέχη εκτιμούν ότι θα αργήσει η άνοδος των επιτοκίων στις καταθέσεις και ότι η όποια αύξηση θα είναι μικρή και σταδιακή λόγω της υπερβάλλουσας ρευστότητας. Οι ίδιες πηγές αναφέρουν ότι τα έσοδα που δημιουργούνται από την άνοδο των επιτοκίων χρησιμοποιούνται για συγκράτηση του κόστους δανεισμού νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
Μείωση επιτοκίων στις καταθέσεις
Σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), οι ελληνικές τράπεζες μείωσαν το μέσο επιτόκιο καταθέσεων προς νοικοκυριά κατά 1 μονάδα βάσης στο 0,04%. Η μείωση αυτή προήλθε από μηδενική μεταβολή στις νέες καταθέσεις όψεως και από μείωση κατά 2 μονάδες βάσης στις προθεσμιακές καταθέσεις έως 1 έτος, όπου το επιτόκιο έπεσε στο 0,11% (από 0,13% τον Ιούλιο). Από την άλλη πλευρά, στις νέες καταθέσεις από επιχειρήσεις, το επιτόκιο όψεως από οριακά αρνητικό (-0,01%) τον Ιούλιο, αυξήθηκε σε 0,01% τον Αύγουστο. Στις προθεσμιακές των επιχειρήσεων έως ένα έτος, η άνοδος ήταν 5 μονάδες και το επιτόκιο αυξήθηκε τον Αύγουστο στο 0,10%.
Μικρή αύξηση σε μικρά ποσά
Οι νέες καταθέσεις δείχνουν την τάση στην τιμολογιακή πολιτική των τραπεζών. Η πτώση των επιτοκίων καταθέσεων προς τα νοικοκυριά αφορούσαν νέα υπόλοιπα (νέες καθαρές ροές, ανανεώσεις κ.λπ.) άνω των 5,5 δισ. ευρώ. Η αύξηση των επιτοκίων καταθέσεων των επιχειρήσεων αφορούσαν σε πολύ μικρότερα ποσά. Αρκεί να αναφερθεί ότι η μεγαλύτερη άνοδος επιτοκίων, δηλαδή στις προθεσμιακές κατά 5 μονάδες βάσεις, έγινε με νέο ποσό 922 εκατ. ευρώ τον Αύγουστο.
Άνοδος και υψηλότερα επιτόκια στην Ε.Ε.
Έτσι, συγκρίνοντας την πορεία των επιτοκίων καταθέσεων στην Ελλάδα και στην υπόλοιπη Ε.Ε. διαπιστώνεται ότι τα επιτόκια στους λογαριασμούς όψεως (νοικοκυριά και επιχειρήσεις) παραμένουν αμετάβλητα, όμως στην υπόλοιπη Ευρώπη τα επιτόκια των προθεσμιακών καταθέσεων αυξάνονται και κινούνται σε αρκετά υψηλότερα επίπεδα από τα ελληνικά.
Για παράδειγμα, το μέσο επιτόκιο προθεσμιακής κατάθεσης έως ένα έτος προς νοικοκυριά στην Ε.Ε. αυξήθηκε τον Αύγουστο στο 0,35% από 0,26% τον Ιούλιο και 0,20% τον Ιούνιο. Δηλαδή, υπήρξε θετική μεταβολή κατά 15 μονάδες βάσης. Στην Ελλάδα, τον Αύγουστο έπεσε στο 0,11% από 0,13% τον Ιούλιο και 0,12% τον Ιούνιο.
Αντίστοιχα, στις επιχειρήσεις, το επιτόκιο προθεσμιακών καταθέσεων έως ένα έτος αυξήθηκε στην Ε.Ε. στο 0,13% τον Αύγουστο από 0,01% τον Ιούλιο και -0,16% τον Ιούνιο. Δηλαδή, από τον Ιούνιο (πριν από την άνοδο των επιτοκίων από την ΕΚΤ) μέχρι τέλη Αυγούστου (μετά την κίνηση της ΕΚΤ), σημειώθηκε αύξηση κατά 29 μονάδες βάσης. Στην Ελλάδα, η αντίστοιχη μεταβολή ήταν μόλις 4 μονάδες.
Σε ό,τι αφορά στο επίπεδο των επιτοκίων στις καταθέσεις, οι ελληνικές τράπεζες προσφέρουν από τα υψηλότερα στην Ε.Ε. με εξαίρεση την Εσθονία και την Αυστρία, όπου είναι διπλάσια (0,06%). Όμως, οι ελληνικές τράπεζες προσφέρουν από τα χαμηλότερα επιτόκια στις προθεσμιακές καταθέσεις. Ενδεικτικά, η προθεσμιακή για ένα έτος στην Ελλάδα έχει επιτόκιο 0,11%, όταν στην ΕΕ είναι 0,35%, στην Ιταλία και στη Γαλλία άνω του 0,80% και στην Ολλανδία 1,53%. Αντίστοιχες είναι οι διαφορές και στις προθεσμιακές καταθέσεις προς τις επιχειρήσεις, όπου στο έτος, το επιτόκιο στη Μάλτα φτάνει το 1,44% και στην Ιταλία το 0,65%.
Συγκράτηση επιτοκίων στα δάνεια
Από την άλλη πλευρά, όπως σημειώνουν τραπεζικά στελέχη, ενώ στο ίδιο διάστημα το Euribor αυξήθηκε κατά περίπου 75-85 μονάδες βάσης, τα επιτόκια στα στεγαστικά δάνεια και στα δάνεια προς επιχειρήσεις αυξήθηκαν κατά 40 μονάδες βάσης. Ακόμα και στα νέα δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο η άνοδος ήταν μισή από ό,τι του Euribor διότι έριξαν το περιθώριο. Αντίστοιχη πάντως ήταν και η μέση άνοδος των επιτοκίων στα στεγαστικά δάνεια στην Ε.Ε. (40 μονάδες βάσης) αν και παραμένουν χαμηλότερα από εκείνα της Ελλάδας (2,08%). Στα επιτόκια των δανείων προς τις επιχειρήσεις σημειώνεται στην Ε.Ε. γενικότερη πτώση, αν και παρατηρείται μεγάλη διαφοροποίηση από χώρα σε χώρα και στα είδη δανείων.
Για τον λόγο αυτό η Ελλάδα παραμένει με σχεδόν διπλάσιο επιτοκιακό περιθώριο από ό,τι η Ε.Ε. Ο μέσος ευρωπαϊκός όρος αυξήθηκε από 1,25% στο α’ τρίμηνο του 2022 στο 1,28% το β’ τρίμηνο, ενώ των ελληνικών τραπεζών κινείται λίγο πιο κάτω από το 2%. Όμως, δεν είναι πλέον στην πρώτη θέση, αφού έπεσε στην 9η θέση, με τις ισπανικές τράπεζες να προηγούνται (περιθώριο άνω του 2%) και τις τράπεζες σε Πολωνία, Ουγγαρία άνω του 3-3,5%, σύμφωνα με την ΕΒΑ.
Κεφάλαια για χορηγήσεις δανείων
Όπως εξήγησαν οι ίδιες, τα αυξημένα επιτοκιακά έσοδα χρησιμοποιούνται για δημιουργία εσωτερικού κεφαλαίου και για συγκράτηση του κόστους χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας, όπου η ανάπτυξη απειλείται από τον πληθωρισμό. Επιπλέον, πρέπει να χρηματοδοτηθούν επενδυτικά σχέδια σχεδόν 80 δισ. από το Ταμείο Ανάπτυξης και Ανθεκτικότητας και από άλλα ευρωπαϊκά και εθνικά κονδύλια μέχρι το 2026. Για κάθε δάνειο 100 ευρώ, οι τράπεζες θα πρέπει να βάζουν στην άκρη περίπου 14 ευρώ για προβλέψεις.
Υπερβάλλουσα ρευστότητα 200 δισ.
Βέβαια, η άνεση της ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών προέρχεται κυρίως από τις υψηλές καταθέσεις. Συγκεκριμένα, ο λόγος δανείων προς καταθέσεις στις ελληνικές τράπεζες κυμαίνεται ελάχιστα πάνω από το 50%, όταν στην Ε.Ε. το ίδιο ποσοστό είναι πάνω από το 100%, σύμφωνα με νεότερα στοιχεία που δημοσιοποίησε χθες η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή (ΕΒΑ). Συνεπώς, οι ξένες τράπεζες είναι πιο εξαρτημένες από τον δανεισμό από την αγορά, ενώ οι ελληνικές χρησιμοποιούν τη φθηνή ρευστότητα των καταθέσεων.
Σύμφωνα με τραπεζικές πηγές, η συνολική υπερβάλλουσα ρευστότητα του συστήματος στην Ελλάδα υπολογίζεται σε 200 δισ. ευρώ. Τα 100 δισ. ευρώ προέρχεται από τις καταθέσεις (διπλάσιες από τα δάνεια), τα 50 δισ. ευρώ από μέτρα ενίσχυσης της ρευστότητας της ΕΚΤ και το υπόλοιπο ποσό μέσα από διάφορες θέσεις στη διατραπεζική και την αγορά ομολόγων.
Για τον λόγο αυτό εκτιμούν ότι θα χρειαστεί αρκετός καιρός μέχρι να απορροφηθεί μεγάλο μέρος της ρευστότητας, όπως αυτή που προέρχεται από τα προγράμματα TLTRO όπου οι τράπεζες πληρώνουν αρνητικά επιτόκια (πληρώνονται που δανείστηκαν).
Κέρδη 1 δισ. μόνο από τα επιτόκια
Παράλληλα, η ρευστότητα αυτή κατατίθεται σήμερα με θετικά επιτόκια στην ΕΚΤ. Μόνο από την άνοδο των επιτοκίων από το -0,5% στο 0,75% τον Σεπτέμβριο και πιθανότατα στο 1,5% στις 27 Οκτωβρίου, τα επιτοκιακά έσοδα των τεσσάρων συστημικών τραπεζών αυξάνονται κατά περίπου 800 εκατ. ευρώ έως 1 δισ. μέχρι το τέλος του 2023.
Επιτοκιακό περιθώριο
Πάντως, η ΕΒΑ διαπιστώνει ότι πλέον οι ελληνικές τράπεζες δεν έχουν τα υψηλότερα επιτόκια στα δάνεια, ενώ έχασαν και την πρωτιά στο επιτοκιακό περιθώριο, μολονότι αυτό αυξήθηκε. Κατέχουν την πρώτη θέση στους δείκτες κερδοφορίας στο εξάμηνο, αλλά το μεγαλύτερο μέρος προήλθε από συναλλαγές με ομόλογα και όχι από καθαρά τραπεζικές εργασίες. Επιπλέον, εξακολουθούν να κατέχουν την τελευταία θέση από πλευράς κεφαλαίων, μαζί με τις ισπανικές τράπεζες.