Η γαλλική εφημερίδα «Le Figaro» αναφέρει ότι κατά την οχύρωση της περιοχής της Οδησσού από την έναρξη της ρωσικής εισβολής, Ουκρανοί στρατιώτες ανακάλυψαν αρχαίους ελληνικούς αμφορείς που χρονολογούνται στον 5ο ή 4ο αιώνα π.Χ.
Η ακριβής περιοχή αυτής της ανακάλυψης δεν αναφέρεται στις ανακοινώσεις του ουκρανικού στρατού. Ωστόσο, οι στρατιώτες δήλωσαν ότι ανακάλυπταν «κάθε μέρα» θραύσματα αγγείων, σημάδι ενός αρχαιολογικά πλούσιου περιβάλλοντος, τα οποία παραδόθηκαν στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Οδησσού.
Εξαιτίας του πολέμου, ο αρχαιολογικός χώρος που αποκαλύφθηκε στα χαρακώματα δεν πρόκειται να μελετηθεί σύντομα ή να ανασκαφεί. Πρόκειται ίσως για μια αποικία Ελλήνων στη Μαύρη Θάλασσα. Αυτοί οι αμφορείς χρησιμοποιούνταν για τη μεταφορά υγρών, όπως το κρασί και το λάδι.
Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν στενές εμπορικές σχέσεις με τους κατοίκους της περιοχής, κυρίως τους Κιμμέριους και τους Σκύθες, οι οποίοι εφοδίαζαν την Ελλάδα με σιτάρι.
Όσο μαίνεται ο πόλεμος στην Ουκρανία, μετά τη ρωσική εισβολή, τόσο μεγαλώνει ο φόβος για τα αρχαιολογικά μνημεία της χώρας. Τα αμυντικά και οχυρωματικά έργα μπορούν επίσης να βλάψουν ή και να καταστρέψουν ένα πολύτιμο αρχαιολογικό χώρο ή να παραδοθούν σε αρχαιοκάπηλους.
Από την πρώτη ημέρα της ρωσικής εισβολής, στις 24 Φεβρουαρίου 2022, η Ουνέσκο κάλεσε Ρώσους και Ουκρανούς να σεβαστούν τη Συμφωνία της Χάγης, του 1954, για την προστασία των πολιτιστικών αγαθών, σε περίπτωση πολέμου.
Η ελληνική παρουσία στην Ουκρανία και στην Οδησσό
Στη θέση της σημερινής Οδησσού υπήρξε αρχαία Ελληνική αποικία, δεν πρέπει όμως να συγχέεται με τη συνώνυμή της αποικία στην Βουλγαρία, τη σημερινή Βάρνα. Σήμερα υπάρχει σημαντικός αριθμός σωζόμενων μνημείων στην ευρύτερη περιοχή. Σιτηρά, ψάρια, ξυλεία και δέρματα προμηθεύονταν κυρίως οι Έλληνες από τους ντόπιους, ενώ πουλούσαν συνήθως κρασί, ακριβά υφάσματα και πολύτιμα κοσμήματα.
Δίπλα στις αρχαίες εγκαταστάσεις από τους Δωριείς και τους Ιωνες προστέθηκαν νέες την περίοδο του Βυζαντίου, όταν καλλιεργήθηκαν στενές πολιτιστικές και εκκλησιαστικές σχέσεις ανάμεσα στην Κωνσταντινούπολη και το Κίεβο. Η πόλη της Χερσώνας εξελίχθηκε τότε στο πιο σημαντικό εμπορικό και πολιτισμικό σημείο επαφής ντόπιων και Βυζαντινών έως και την καταστροφή της από τους Τατάρους, τον 15ο αιώνα. Ουσιαστικά, το μεταναστευτικό ρεύμα από την ελληνική χερσόνησο προς την περιοχή του Ευξείνου – με εμπορικό κυρίως περιεχόμενο – δεν ανακόπηκε ποτέ.
Στα χρόνια του Μεσαίωνα η περιοχή δέχτηκε επιθέσεις από νομαδικές φυλές, Τουρκικής καταγωγής, κυρίους από τους Πετσενέγους και τους Κουμάνους, ενώ αποτέλεσε ανάλογα με τη χρονική περίοδο τμήμα της Ρως του Κιέβου, του Μεγάλου Δουκάτου της Λιθουανίας, του Χανάτου της Κριμαίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στα τέλη του 18ου αιώνα η πόλη κατακτήθηκε από τους Ρώσους κατά τη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού Πολέμου του 1787 – 1792. Η Μεγάλη Αικατερίνη, που ηγείτο της Ρωσίας εκείνη την εποχή, θεώρησε ότι η περιοχή έχει σημαντικά στρατηγικά πλεονεκτήματα και έδωσε εντολή να θεμελιωθεί μια πόλη στο σημείο όπου είχε οχυρωθεί ο Ρωσικός στρατός, αποβλέποντας στη δημιουργία ενός σημαντικού στρατιωτικού λιμανιού στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας. Έτσι το 1794 ιδρύεται η πόλη της Οδησσού.
Το 1814 ιδρύεται στην Οδησσό η Φιλική Εταιρεία, από τον Νικόλαο Σκουφά, τον Εμμανουήλ Ξάνθο και τον Αθανάσιο Τσακάλωφ, που μετέπειτα επέδρασε καταλυτικά στην Ελληνική Επανάσταση. Το 1819 το λιμάνι της Οδησσού γίνεται ελεύθερο και η λειτουργία του με αυτή τη μορφή συνεχίστηκε έως το 1859. Τότε έλαβε χώρα και η μεγάλη εισροή εποίκων και εμπόρων, των οποίων ο αριθμός ανέρχεται περίπου στους 15.500, υπολογίζοντας μόνο τους μη ρωσικής καταγωγής. Η πόλη απέκτησε κοσμοπολίτικο χαρακτήρα και λόγω των διαφορετικών εθνοτήτων που κατοικούσαν σ’ αυτήν. Την Οδησσό κατοίκησαν Ρώσοι, Ουκρανοί, Βούλγαροι, Έλληνες, Εβραίοι, Αλβανοί, Αρμένιοι, Ιταλοί, Γάλλοι, Γερμανοί και αρκετές άλλες εθνότητες από χώρες της Ευρώπης. Με αυτόν τον τρόπο αναπτύχθηκε μεγάλη εμπορική δραστηριότητα.
Πηγή: www.iefimerida.gr