Της Ελένης Μπότα
Έντονη ανησυχία συνεχίζει να επικρατεί στον κατασκευαστικό κλάδο της χώρας από την συνεχιζόμενη αύξηση των τιμών των οικοδομικών υλικών.
Εκπρόσωποι του τεχνικού κόσμου περιγράφουν με μελανά χρώματα την κατάσταση που επικρατεί τους τελευταίους μήνες, εκτιμώντας ότι η κατάσταση θα χειροτερέψει από τον Σεπτέμβριο όπου η οικοδομική δραστηριότητα θα ξεκινήσει εκ νέου, αφού ήδη το κόστος κατασκευής έχει αυξηθεί κατά 20 με 30%.
Σημαντικές είναι οι αυξήσεις που καταγράφονται από τις αρχές του έτους σε βασικά υλικά που σχετίζονται με την υλοποίηση δημοσίων έργων καθώς σε ορισμένες κατηγορίες αγγίζουν μέχρι και το 75%.
Την ίδια στιγμή η αύξηση των ναύλων διεθνώς δεν αφήνει σημαντικά περιθώρια ασιοδοξίας για άμεση αποκλιμάκωση των τιμών.
Σύμφωνα με τον οίκο αναλύσεων Drewry, η μεταφορά ενός container 40 ποδών (ft) στην αγορά spot από τη Σαγκάη έως τη Νέα Υόρκη κόστιζε στις 5 Αυγούστου 13.489 δολάρια, ποσό που είναι αυξημένο κατά 298% σε ετήσια βάση. Το αντίστοιχο κόστος προς το Ρότερνταμ διαμορφωνόταν στα 13.628 δολάρια (+664% σε σχέση με πέρυσι).
Όπως λένε ελληνικές επιχειρήσεις ναυτιλιακού εξοπλισμού η εισαγωγή ενός container από την Κίνα κοστίζει πλέον έως και 8.000 ευρώ, όταν πριν την κρίση πλήρωναν περί τα 1.500 ευρώ.
Πάντως οι εργοληπτικές οργανώσεις της χώρας έχουν ζητήσει από τον περασμένο Απρίλιο από την ηγεσία του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών τον ορισμό συντελεστών αναθεώρησης για την κάλυψη των σημαντικών μεταβολών και αυξήσεων, που έχουν επέλθει στις τιμές των βασικών υλικών.
Όπως ωστόσο οι ίδιοι επισημαίνουν, δεν έχει γίνει καμμία άλλη ενέργεια (πέρα από διακύρηξη που αναγνωρίζει το πρόβλημα της ανατίμησης των βασικών υλικών κατασκευής) για τον ορισμό συντελεστών αναθέωρησης, είτε οποιαδήποτε άλλη ενέργεια.
Στην επιστολή τους προς τον Υπουργός Υποδομών και Μεταφορών Κ. Καραμανλή ανέφεραν χαρακτηριστικά “σας έχουμε ενημερώσει για την σημαντική αύξηση των τιμών υλικών αναγκαίων για την υλοποίηση των δημοσίων έργων, που συντελείται σε πανευρωπαϊκό επίπεδο από το καλοκαίρι του 2020. Έχει καταγραφεί ιδιαίτερα σημαντική αύξηση στις τιμές βασικών υλικών, όπως τα μέταλλα (σίδηρος, χαλκός αλουμίνιο), τα πλαστικά (PVC, πολυαιθυλένιο κλπ.), το πετρέλαιο και τα παράγωγά του (κυρίως καύσιμα και ασφαλτικά). Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι στα παρακάτω υλικά έχουν προκύψει, το τελευταίο εξάμηνο, αυξήσεις της τάξεως από +15% έως + 75%.
Ως αποτέλεσμα όπως αναφέρουν “οι εργοληπτικές επιχειρήσεις καλούνται να ολοκληρώσουν συμβάσεις, που κοστολογήθηκαν και συμβασιοποιήθηκαν σε προγενέστερο χρόνο, χωρίς να έχουν την δυνατότητα να απορροφήσουν τις αυξήσεις αυτές και νομοτελειακά οδηγούνται σε οικονομική ασφυξία και αδυναμία ολοκλήρωσης των έργων. Όπως αντιλαμβάνεστε, δεν είναι δυνατόν να ανταποκριθεί ο εργοληπτικός κόσμος στο νέο οικονομικό περιβάλλον που έχει διαμορφωθεί κυρίως λόγω των επιπτώσεων της πανδημίας του Covid-19 στην παγκόσμια αγορά. Το φαινόμενο αυτό, που παρατηρείται σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, δεν φαίνεται να αποκλιμακώνεται, αλλά αντιθέτως εντείνεται”.
Οι κατασκευαστές κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για τη βιωσιμότητα των επιχιερήσεων αλλά και για τον κίνδυνο απώλειας εκατοντάδων θέσεων εργασίας.
Δεν είναι μόνο όμως το κομμάτι των δημοσίων έργων, αλλά και η οικοδομή που πλήττεται από την αύξηση των οικοδομικών υλικών, οπδηγώντας σε αύξησης του κόστους κατασκευής από 20% έως 30%.
Αυτό, σύμφωνα με στελέχη της αγοράς μεταφράζεται σε 200 ευρώ με 300 ευρώ επιπλέον αύξησης στην τιμή του τετραγωνικού.
Σύμφωνα με τον Πρόεδρο της της Αντιπροσωπείας ΤΕΕ, Νίκο Μήλη, “πολλοί πίσω από τις αυξήσεις “φωτιά” στα οικοδομικά υλικά, οι οποίες είναι πολύ δύσκολο να δικαιολογηθούν, εντοπίζουν συγκεκριμένα επιχειρηματικά συμφέροντα με στόχο την αύξηση του τζίρου και της κερδοφορίας τους.
Αυτό έχει δημιουργήσει σημαντικό πρόβλημα στην αγορά, καθώς καταγράφεται περιορισμός της ζήτησης στην αγορά ακινήτων, με αποτέλεσμα να χάνεται ο παραδοσιακός μέσος αγοραστής και να στρέφονται πλέον οι περισσσότερα στα ενοίκια”.