Έμφαση στη «μεγάλη εικόνα» για τα θέματα που αφορούν στα ελληνικά συμφέροντα δίνει η Αθήνα μετά την «αυλαία» της Συνόδου του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη.
Κατά τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, αυτή τη μεγάλη εικόνα αναδεικνύει το επίσημο δελτίο τύπου του Λευκού Οίκου και το ξεκάθαρο μήνυμα προς τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ότι πρέπει να αποφεύγονται οι εντάσεις στο Αιγαίο αλλά και στη Συρία.
«Η αναφορά στις εντάσεις στο Αιγαίο, που προκαλούνται από την Τουρκία, αποτελεί ευθεία παραίνεση προς την Άγκυρα να επιστρέψει στο τραπέζι του διαλόγου και να αποφύγει την ακραία ρητορική, την οποία έχουμε δυστυχώς υποστεί τους τελευταίους μήνες» ήταν η επισήμανση του Κυριάκου Μητσοτάκη, μετά την ολοκλήρωση των εργασιών της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας.
Προς αυτήν την κατεύθυνση είναι και η ρητή θέση της αμερικανικής προεδρίας, την οποία οι διπλωματικές κεραίες συγκρατούν από την κατ’ ιδίαν συνομιλία των Μπάιντεν – Ερντογάν.
Όπως μεταδίδεται από έγκυρες πηγές, κατά τη διάρκεια της συνάντησης γίνονται σαφείς οι προθέσεις του Προέδρου, να απομακρυνθούν οι κίνδυνοι από την Νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ.
«Όποιος επιχειρήσει να αποσταθεροποιήσει το μέτωπο εναντίον του Πούτιν, θα φέρει και την ευθύνη των πράξεών του», είναι η φράση που αποδίδεται στον Τζο Μπάιντεν.
Σε αυτό το φόντο προστίθεται και η δημόσια εκτίμηση του πρωθυπουργού αναφορικά με τις πιθανές εξελίξεις στα ελληνοτουρκικά κατά τη θερινή περίοδο:
«Στο πεδίο δεν θα έχουμε κάποια κινητικότητα και δεν θα έχουμε ξανά επανάληψη του καλοκαιριού του 2020».
Ψηφίδα στο μωσαϊκό της μεγάλης εικόνας αποτελεί για την κυβέρνηση και η γιγαντιαία επιχείρηση για την εξαγωγή των ουκρανικών σιτηρών προς τον υπόλοιπο κόσμο.
Γίνονται σχεδόν ορατές, δια γυμνού οφθαλμού, οι πιέσεις από τις ισχυρές πρωτεύουσες για την ελληνική εμπλοκή στο κολοσσιαίο σχέδιο, τη στιγμή που ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει καταστήσει σαφή τον ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει τόσο η ελληνική ναυτιλία όσο και οι ελληνικές υποδομές.
Επιπλέον ο πρωθυπουργός δεν έχει κρύψει ότι πρόκειται για ένα πεδίο το οποίο μπορεί να αποτελέσει μέρος της θετικής ατζέντας για την Ελλάδα και την Τουρκία.
Στην Αθήνα δεν εμπνέουν ανησυχία οι διαρροές στον τουρκικό Τύπο περί προοπτικής εκσυγχρονισμού των τουρκικών F-16 και τις σχετικές διαβεβαιώσεις που φέρεται να έχει λάβει ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Η ελληνική πλευρά στρέφει τους προβολείς στο επίσημο κείμενο της αμερικανικής ενημέρωσης, στο οποίο δεν υπάρχει η παραμικρή αναφορά στο τουρκικό αίτημα για τα F-16.
O Έλληνας πρωθυπουργός σημείωσε ότι η χώρα μας φροντίζει για τα του οίκου της και δη για την ουσιαστική ενίσχυση της δικής της αποτρεπτικής δύναμης, ενώ αναφέρθηκε και στην εκκίνηση της διαδικασίας απόκτησης μίας μοίρας 20 μαχητικών αεροσκαφών 5ης γενιάς F35 με ανοιχτή την προοπτική αγοράς άλλων 20, η οποία, όπως είπε, αναμένεται να τελεσφορήσει το νωρίτερο το 2027, «καθώς τότε θα υπάρχει η δημοσιονομική δυνατότητα».
Στην Αθήνα επιμένουν ότι ο δρόμος προς τον εκσυγχρονισμό ή και την πώληση νέων μαχητικών προς την Τουρκία θα είναι μακρύς.
Είναι σημαντικό κατά την ελληνική ανάλυση ότι για την οποιαδήποτε εξέλιξη, δεν επαρκεί η θέληση της εκτελεστικής εξουσίας, αλλά απαιτείται η έγκριση του Κογκρέσου.
Ενός σώματος, το οποίο με το συνεχές χειροκρότημα στον Έλληνα πρωθυπουργό έχει δώσει δείγματα γραφής αναφορικά με τις θέσεις του απέναντι στην προοπτική πώλησης μαχητικών αεροσκαφών στην Τουρκία και στον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Κατά την ίδια ανάλυση εάν διατηρηθεί η προεδρική επιμονή προς την κατεύθυνση της πώλησης των F-16 Viper στην Τουρκία, τότε είναι ορατό το ενδεχόμενο ο Αμερικανός Πρόεδρος να βρεθεί αντιμέτωπος με το ίδιο του το κόμμα.
Θεωρούνται ιδιαίτερης σημασίας και οι πρώτες καταγεγραμμένες αντιθέσεις, από Ρεπουμπλικάνους Βουλευτές, στις θέσεις που εκφράστηκαν δημόσια για το θέμα από τον Πρόεδρο των ΗΠΑ.
Προς αυτή την κατεύθυνση, ενδιαφέρον παρουσιάζει και το γεγονός ότι, πριν αλεκτορα φωνήσαι, δύο Ρεπουμπλικάνοι βουλευτές τάχθηκαν δημοσίως εναντίον των δηλώσεων Μπάιντεν για τα F-16 στην Τουρκία.
Η ελληνική ανάλυση φωτογραφίζει σαφώς, αφενός τις ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου και την πίεση που θα ασκηθεί από την ελληνική oμογένεια, αφετέρου την αναγκαία προϋπόθεση μιας ραγδαίας αλλαγής υπέρ της Τουρκίας στους συσχετισμούς στα αμερικανικά νομοθετικά Σώματα, κάτι που μοιάζει σχεδόν αδύνατον, με βάση τα σημερινά δεδομένα.