Στιγμές από τη διαδρομή ενός αυθεντικού λαϊκού συνθέτη που έγραφε στίχους στην πίσω όψη των πακέτων με τα τσιγάρα του για μια στοίβα καλαμιές και για άνδρες που κύριοι ήρθαν και κύριοι έφυγαν
Πλάκα, αρχές δεκαετίας του ’70 σε μιαμικρή μπουάτ από τις πολλές που έχουν ξεφυτρώσει, ένας νεαρός τραγουδάει μια δική του σύνθεση με τίτλο «Η μπαλάντα μου».
Η φωνή του περιγράφει κάποια στιγμή το τέλος λέγοντας: «Και τώρα που πάω για ψηλά και νιώθω στην καρδιά πολλά, και όλοι μου λένε και γεια σου και αντίο και χαίρετε, εγώ δεν έχω κανέναν δικό μου να χαίρεται». Όταν άκουγε αυτόν τον συγκεκριμένο στίχο το κοινό σηκωνόταν όρθιο και φώναζε: «Έχεις εμάς».
Ο νεαρός συνθέτης και ερμηνευτής του τραγουδιού που χαμογελάει με αυτή την αντίδραση λέγεται Τάκης Μουσαφίρης και εκείνες οι νύχτες στην Πλάκα είναι η αρχή μιας μυθικής διαδρομής στο ελληνικό λαϊκό τραγούδι.
Αυτό που λάτρεψε γράφοντας για τραγουδιστές που από πάνω τους όπως έλεγε κρεμόταν «φωτοστέφανο» όπως ήταν ο Δημήτρης Μητροπάνος, ο Στράτος Διονυσίου, ο Κοντολάζος και πολλοί άλλοι.
Η γνωριμία με τον πρώτο θα γίνει μέσω του γαμπρού του Μητροπάνου που ξέρει τον Τάκη και θέλει να τον γνωρίσει στον Δημήτρη, έχοντας ακούσει κάποια τραγούδια του Μουσαφίρη.
Χρόνια μετά ο τραγουδιστής θα πει σε συνέντευξη του για την πρώτη συνάντηση με τον νεαρό τότε συνθέτη και το πρώτο τραγούδι που του προτείνει: «Μου το λέει, πάμε και έτσι γνωρίζω τον Τάκη Μουσαφίρη. Πήγαμε στο σπίτι του, διαλέξαμε τραγούδια, ήρθε εκείνος στο δικό μας… Ο Τάκης είναι ένας πολύ γήινος άνθρωπος. Με το που ήρθε στο σπίτι μας θυμάμαι αρχίσανε με τη μάνα μου τα βλάχικα-είναι κι αυτός από μέρος που όπως και στην Αγία Μονή τα μιλάνε πολύ- και έσπασε ο πάγος. Το πρώτο τραγούδι του που μου παίζει είναι το «Πες μου πού πουλάν καρδιές».
Η πορεία του Μητροπάνου ταυτίζεται με αυτή του Μουσαφίρη.
«Για πολλά χρόνια η δισκογραφία μου έχει να κάνει κυρίως με τον Μουσαφίρη και τον Παπαβασιλείου. “Κυρά ζωή”, “Λαϊκά ’76”, “Ερωτικά λαϊκά”… Μ’ αυτά γίνεται η καθιέρωση. “Σε μια στοίβα καλαμιές”, “Καλοκαίρια και χειμώνες”, “Κάνε κάτι λοιπόν να χάσω το τρένο”».
Συχνά τα βράδια όταν ο Μητροπάνος δεν δουλεύει βγαίνουν μαζί για ποτό και ο Μουσαφίρης τον πηγαίνει σε μαγαζιά που δύσκολα θα πήγαινε μόνος του ο Μητροπάνος.
Η ατάκα στην Ρίτα και το δέος για τον Στράτο
Αντιθετα, εύκολα θα πήγαινε η Ρίτα Σακελλαρίου που γνώρισε τον Τάκη Μουσαφίρη όταν αυτός μεγαλουργούσε με τον Μητροπάνο και ο συνθέτης μαγεύεται από την φωνάρα και το εκτόπισμα της.
Η ατάκα του «είσαι σαράντα γυναίκες μαζι όταν πατάς πάνω στην πίστα» τρελαίνει την Σακελλαρίου που όταν ακούει το «Μια ζωή πληρώνω» νιώθει ότι έχει γραφτεί για την ίδια.
Ο Μουσαφίρης θα δώσει νέα ώθηση στην καριέρα της με κομάτια σαν το «Ένα τραγούδι πες μου ακόμα» γράφοντας όπως μόνο αυτός ήξερε, έχοντας μαζέψει ιστορίες και απομεινάρια από νύχτες αξημέρωτες, ποτισμένες με ουίσκι και τσιγάρα.
Στην πίσω όψη των πακέτων τους έγραφε συχνά στίχους που του έρχονταν στο μυαλό για να μην τους ξεχάσει, ενώ όταν έδινε τον λόγο του, δεν τον έπαιρνε ποτέ πίσω.
Η Κατερίνα Στανίση τραγουδούσε το «Μυστικέ μου έρωτα» δύο χρόνια χωρίς να το έχει ηχογραφήσει όπως έγραψε στο δικό της αντίο για τον Τάκη: «Ενώ του το ζητούσαν διάφοροι καλλιτέχνες-λογικό γιατί ήταν ένα πολύ ωραίο τραγούδι-δεν το έδωσε ποτέ».
Όταν το ηχογράφησε έγινε απλά η μεγαλύτερη επιτυχία της καριέρας της.
Ο Μουσαφίρης ήρθε πολύ κοντά με τον Στράτο Διονυσίου υπογράφοντας κάποιες από τις πολύ μεγάλες επιτυχίες του και έμελλε να είναι ο τελευταίος συνθέτης που συνεργάστηκε μαζί του. Όπως έλεγε σε φίλους του, ήταν απίστευτος ο όγκος της φωνής του Διονυσίου όταν έμπαινε στο στούντιο για να ηχογραφήσει αυτά που έμελλε να είναι το κύκνειο άσμα του.
Στο στούντιο Polysound στην οδό Πατησίων, ο Μουσαφίρης με τον παραγωγό Αχιλλέα Θεοφίλου κάθονται στην κονσόλα, ενώ ο Στράτος μπαίνει να ερμηνεύσει.
Σε δύο ώρες έχει πει πέντε από τα εννια συνολικά τραγούδια του δίσκου, αφήνοντας τον Μουσαφίρη με το στόμα ανοιχτό για μια δουλειά που δεν ολοληρώθηκε, αφού δυο μέρες μετά ο Διονυσίου πέθανε.
Στο οπισθόφυλλο ο Μουσαφίρης τον αποχαιρέτησε με τον δικό του τρόπο γράφοντας: «Όταν τελειώναμε το δίσκο «ΕΓΩ Ο ΞΕΝΟΣ» ο Στράτος είχε πει: «Μου φαίνεται ότι σήμερα τέλειωσε μια σχολική εκδρομή, που περάσαμε τόσο ωραία και νιώθω μια στεναχώρια που χωρίζουμε στο σταθμό με τα παιδιά…» Εκείνη η εκδρομή τέλειωσε…
Ετούτη όμως έμεινε στη μέση…
Ο Στράτος έφυγε…
Οι βαλίτσες του μείναν στα χέρια των παιδιών, η μορφή του στα μάτια μας και σε μια ταινία η φωνή του. Η φωνή με τα εννιά τελευταία του τραγούδια….».