Γράφει η Κατερίνα Αναγνωστοπούλου – Σωτηροπούλου
Η τεχνολογία διευκόλυνε ακόμα μια υποχρέωση των γυναικών όπως το πλύσιμο των ρούχων. Εδώ και τρεις δεκαετίες το πλυντήριο ρούχων εισέβαλε σε κάθε σπίτι. Σήμερα οι γυναίκες βάζουν τα ρούχα στο πλυντήριο, ρίχνουν το απορρυπαντικό, πατούν μερικά κουμπιά και φεύγουν.
Παλιότερα όμως τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Επειδή τότε δεν είχε κάθε σπίτι και τη βρύση του, το νερό έπρεπε να το κουβαλούν από κάποιο μακρινό ποταμάκι ή από τη βρύση του χωριού. Οι νοικοκυρές για την μπουγάδα τους έστηναν το πλυσταριό τους στην αυλή ή σε διάφορα σημεία των ποταμών.
Ακολουθούσε το «κοφίνιασμα» (προετοιμασία για πλύσιμο) των ρούχων. Τοποθετούσαν τα ρούχα στην κόφα, κάτω τα σκούρα και πάνω τα άσπρα. Από πάνω άπλωναν το σταχτόπανο και πάνω σε αυτό έριχναν τη στάχτη. Έβαζαν σ’ ένα μεγάλο καζάνι το νερό που είχαν κουβαλήσει κι έβαζαν μέσα και στάχτη από το τζάκι.
Η στάχτη είχε την ιδιότητα να μαλακώνει το νερό κι έκανε το σαπούνι να βγάζει αφρό (σαπουνάδα). Όταν έβραζε το νερό στο καζάνι το έριχναν στην κόφα. Το άφηναν αρκετές ώρες για να μουλιάσουν τα ρούχα. Μετά τα έβγαζαν λίγα-λίγα και τα έπλεναν στη σκάφη.
Με ένα σαπούνι που το έφτιαχναν από λάδι, τα σαπούνιζαν και τα έβαζαν σε μια άκρη. Η σκάφη ήταν συνήθως ξύλινη. Αφού τελείωνε το σαπούνισμα, τα ξέπλεναν στη βρύση της αυλής ή αν δεν είχαν, τα πήγαιναν στην κεντρική βρύση του χωριού. Έπειτα τα άπλωναν σε σχοινιά που είχαν κρεμασμένα στην αυλή τους. Τα λευκά τα ρούχα τα ξαναέβραζαν στο καζάνι, χωρίς στάχτη, για να είναι λαμπερά. Επίσης χρησιμοποιούσαν και λουλάκι!
(Η πρώτη φωτογραφία είναι της κ. Ευσταθίας Δαβουρλή)
Συνεχίζεται