Κάτω απ’ το τελικό σκηνικό της Ολυμπίας, όπου η γλυκιά αίσθηση τ’ ωραίου, πιάνει τον επισκέπτη και τον γυρίζει στους σφυγμούς της, με το παχύ, αφράτο πράσινο και το γαλάζιο τ’ ‘Αλφειού, π’ άκολουθάει το δρόμο του, χιλιάδες χρόνια τώρα.
Μακριά από τα σμήνη τουριστών που απολιθώνονται, θαρρείς, στον τέλειο του Φειδία, Έρμη μπροστά.
Η άλλη Ολυμπία. Αύτη που σπάνια αναφέρεται σαν τόπος προσκυνήματος, παρά μονάχα γράφεται στο χαρτί.
Η επαρχία Ολυμπίας. Αυτή πού λούζεται τον ήλιο της, τη θάλασσα της, τη φαρδιά, την αμμοστολισμένη, απ’ άκρη σ’ άκρη, με τις ψηλές τις πεύκες ν’ ακουμπούν σταγόνες απ’ το κύμα, χωρίς «παρείσακτους», έξω από τους ντόπιους, γεωργούς, κτηνοτρόφους, υπαλλήλους.
Αύτη πού μένει στη σκιά της αρχαίας ‘Ολυμπίας, και μονάχη φυλάει τ’ αριστουργήματα, της φύσης και τ’ άνθρωπου, ή άλλοτε θάβονται ακόμα πιο βαθιά στη γη κι’ άλλοτε τριγυρίζουν σε χέρια ακατάλληλα, από τους «ξύπνιους» ντόπιους πουλημένα σε ξένους αρχαιοκάπηλους.
Η άλλη ‘Ολυμπία ξέρει να περιμένει.
Να τη γνωρίσετε, σ’ όλο το μεγαλείο της, που σπάταλα απλώνεται από τον Αλφειό, το Θεϊκό ποτάμι, μέχρι κοντά στη Κυπαρισσία.
Διαστάσεων 27 Χ 12 μ., ο δωρικός αυτός ναός, περίπτερος, λέγεται ότι είναι της Δήμητρας ή του Λευκαίου (Λυκαίου), Διός.
Σε τούτο το σημείο, το μάτι του προγόνου κυνήγησε την τελειότητα του χώρου, για να τιμήσει το Θεό και το πέτυχε.
Αγνάντευε από ψηλά το γαλανό Ιόνιο, την πρασινόχρωμη απ’ τα ελέη του Θεού ανηφοριά, το άνοιγμα τού κόλπου της Κυπαρισσίας πιο κάτω, και τα γυμνά, στεγνά βουνά της Φιγαλίας προς την ανατολή, που λένε ότι διακρίνεται, σαν είναι λαμπογιάλι, καθαρή ατμόσφαιρα, η σίγουρη θωριά του έργου του Ικτίνου στον Επικούρειο.
Κι’ άλλοι ναοί βρεθήκανε, τρεις, εκεί κοντά, και τάφοι, θηκοειδείς, κεραμιδόσκεποι, χτιστοί με τούβλα απ’ την αρχαϊκή ως τη ρωμαϊκή εποχή.
Τα πλούσια νερά, τα κρυσταλλένια, που σπάνε την ορμή τους πάνω στο δρόμο, πριν κατεβούνε στο χωριό, να το ποτίσουν, βγαίνουν από την γνωστή στον Παυσανία πηγή Αρήνη, που οι κάτοικοι της, όπως παλιά, τη θεωρούν θαυματουργή, στη σεξουαλικότητα ζώων και ανθρώπων.
Ακόμη σήμερα, τσοπαναραίοι από μακρύτερα χωριά τραβούν εκεί τα πρόβατα τους, να πιουν νερό και ν’ αυγατίσουν τη δύναμη τους για την αναπαραγωγή.
Στον Αη Γιώργη (ανήμερα της εορτής) το 1961 http://zourtsa.blogspot.com
ΚΑΤΩ ΦΙΓΑΛΙΑ ΖΟΥΡΤΣΑ
Εδώ δεν είναι τ’ αρχαία που μαγεύουν.
Στη Ζούρτσα η φύση προχωράει σ’ όλο το δρόμο από την παραλία του Θολού, ως το Κεφαλοχώρι, μ’ όλο το μεγαλείο του χρώματος, από το πράσινο βαθύ, το σκούρο της ελιάς, με τις γλυκιές τις πινελιές τού φρέσκου πεύκου, ως το σταχτί της μίνθης, φυτού που βγαίνει αποκλειστικά στα γύρω βουναλάκια.
Έδρα Δημάρχου, στα παλιά, κρατάει τον πληθυσμό της στα ίδια επίπεδα, γύρω στις 2.500.
Ο Κολοκοτρώνης σαν ήθελε να ονομάσει τα πιο ωραία μέρη τού Μοριά έλεγε: Πάτρα πολιτεία, Ζούρτσα χωριό.
Τα σπίτια της, άλλα καινούργια κι’ άλλα παλιά σκορπίζονται στις κατηφόρες της φαρδιάς περιοχής, ανάμεσα στη Μίνθη, το Λύκαιο και το Νομίωντα, βουνά που βοήθησαν τους ντόπιους, σκεπάζοντας τους, από επιθέσεις κουρσάρων και Αγαρηνών που ρήμαζαν τα πλούσια πεδινά, μα δεν διάκριναν το χωριό, έτσι χωμένο όπως είναι.
Γύρω στα 500 μ. απ’ τη θάλασσα, δίνει στον επισκέπτη, αξέχαστες στιγμές, με τα βαθιά μενεξελιά του δειλινού που σβήνουν στον ορίζοντα, μέσα στα νερά του Ιονίου, αφού απλώσουν στην πλούσια γη, τη φορτωμένη λάδι, ελιές, ντομάτες, νόστιμα προϊόντα, ονομαστά.
Κρυφό Σχολειό παλιά, νεκροταφείο σήμερα. Το μοναστήρι πού θαυμάζεται στην κάτω Φιγαλία
Στα χρόνια της σκλαβιάς, το Μοναστήρι τού χωριού, το μόνο τόσο μεγάλο στην περιοχή, ήτανε το κρυφό σχολειό και σήμερα, πνιγμένο σ’ αγριόχορτα, κάτω από πλάτανους, τεράστιους, αποτελεί αξιοθέατο.
Κι’ η Ζούρτσα, όπως η Ανδρίτσαινα, έβγαλε ονόματα γνωστά, πολιτικούς, κι’ είχε κι’ αύτη τα σπίτια τ’ αρχοντόσπιτα, με τα ζωγραφιστά ταβάνια, που δυστυχώς γκρεμίστηκαν για να στερεώσουν άλλα, πιο σύγχρονα, άλλα και πάλι ωραία.
Και τις κυρίες, με τα πολύτιμα κοσμήματα στα στήθια και στ’ αυτιά, με τα καπέλα τα έξαλλα με τις μακριές ουρές στα κλασσικά φορέματα, όπου ψηλά βουρτσάκια ξεφύτρωναν στην άκρη του ποδόγυρου μη τύχει και λερώσει η άσπιλη νταντέλα.
Αρχοντοχώρι, πρωτεύουσα στην επαρχία Ολυμπίας, η Ανδρίτσαινα, βρίσκει και πάλι τις στιγμές της δόξας της, όταν η Αμαλία κι’ Ο Όθωνας, ο βασιλιάς, πίναν το καφεδάκι τους στο μαρμαρόγλυπτο τραπέζι της αυλής στου κυρ Ζαφείρη, τ’ αρχοντικό (σήμερα μια μοναχική μαυροντυμένη γυναίκα κρατάει τις αναμνήσεις των νοικοκύρηδων, κλεισμένες στις βαριές παλιές κασέλες και στις καυτές τις λάμψεις, στους χρυσοκέντητους καθρέφτες), μέσα στις φωτογραφίες στα άλμπουμ τα οικογενειακά τις ώρες του απογεύματος π’ ο ήλιος φεύγει, πασπαλιστά περνώντας τις αχτίδες του, πάνω απ’ τα σπίτια που ζήσαν μεγαλεία, για να πεθάνουν σήμερα, χωρίς — ευτυχώς —να γκρεμιστούν, όπως σε άλλες πόλεις.
Τούτη την ώρα του δειλινού, μαζεύονται στον πλάτανο, σιμά στη βρύση την τρανή, που διαλαλάει την ύπαρξη της από παλιά, και όλο θυμούνται…
Τα φώς και το νερό, η τηλεόραση και η συγκοινωνία, φτάσαν εδώ και αρκετά χρόνια, στα 750 μέτρα, μέσ’ στα βουνά του Λύκαιου.
Μα τούτα δεν φέρνουν τον πολιτισμό, για να τραβήξουν το νέο άνθρωπο να μείνει εκεί, στον τόπο του και να προκόψει.
Ειν’ άλλος ο πολιτισμός γι’ αυτούς, κι’ όχι το φώς μονάχα, γι’ αυτό χρόνο το χρόνο φεύγουνε, αφήνοντας τα ίδια γερόντια να πίνουν τα δειλινά τον τούρκικο στον πλάτανο και να θυμούνται.
Κι’ έτσι στα σπίτια μπαίνει η ερημιά, στους δρόμους οι αναμνήσεις και νεκροσέντονο μακρύ σκιάζει το χώρο ή αν συνεχίσουνε οι φυγές για τις μεγάλες πόλεις, θα γείρει και θα θάψει την Ανδρίτσαινα, τη στοιχειωμένη απ’ την παλιά της αίγλη και τους θρύλους.
Μα πόσο όμορφη τη βρίσκουμε εμείς οι επισκέπτες, όταν το καλοκαιρι σφραγίζει τα βλέφαρα από τη ζέστη, και κει ο τζίτζικας λαλάει μέσα στη δροσιά του πράσινου, χαμένος.
Πόσο όμορφη απλώνεται στην αγκαλιά των δέντρων, με ομοιόμορφη σειρά από σπίτια, έκτος απ’ το Ξενία, που ξεφυτρώνει αυθάδικα, με την τσιμεντερή σκεπή του, ενώ θάπρεπε κι’ αυτό ν’ ακολουθεί τη σχέση των σπιτιών με το δικό τους περιβάλλον, με κεραμίδια στις σκεπές και κήπους ανθισμένους.
Έξω από το παρελθόν τους και το θαυμάσιο κλίμα τους, «Ελβετία» της Πελοποννήσου τη λένε, και για δυο «τέκνα» της πατρίδας τους περηφανεύονται οι ντόπιοι.
Και τα κρατάνε ζωντανά τα ονόματα τους, πάνω σ’ αγάλματα και μαρμαρένιες πλάκες, αφιερώματα στον Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο, της Φ. Εταιρείας, και το μεγάλο δωρητή Κωνσταντίνο Αγαθόφρωνα Νικολόπουλο, που δε μπόρεσε ποτέ να δει το πατρικό του σπίτι.
Μα το αγάπησε τόσο πολύ απ’ τις περιγραφές και μνήμες των δικών του, όταν βρισκόταν παιδί στη Σμύρνη, ώστε το έργο που του πήρε ολάκερη ζωή να το τελειώσει, η συλλογή βιβλίων και σπάνιων εκδόσεων, το χάρισε εκεί, τακτοποιημένο σε κλάδους, που αναφέρονται στην ελληνική, λατινική, γαλλική και ιταλική φιλολογία και αρχαιολογία, ιατρική, νομική, μαθηματικά, γεωργία και περιηγήσεις, με σπάνιες εκδόσεις του Βατικανού, της Βενετίας, Γαλλίας απ’ το 1500.
Όπως μου είπαν τα σπίτια ακόμα κρύβουν στις φαρδιές τις κάμαρες, με τα ζωγραφιστά ταβάνια, αριστουργήματα, έπιπλα, εικόνες και χαλιά.
ΝΑΟΣ ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΑ
Ο δρόμος που σε πάει στον Επικούρειο είναι στεγνός από το πράσινο, που ακολουθάει τον επισκέπτη από την πρώτη τη στιγμή που θα πατήσει στην Ολυμπία.
Σκαμμένος στα βουνό, σα φίδι, γυροφέρνει ως το ναό, κάπου 20 λεφτά με τ’ αυτοκίνητο απ’ την ‘Ανδρίτσαινα, με φούντες, ξεραμένα σκίντα και κάνα δυο καστανιές, μοναδικά ίχνη ζωής.
Τοπίο απρόσμενο, που γοητεύει η αγριάδα του κι’ η βουβαμάρα του η θολή απ’ την παχιά ομίχλη που συνηθίζει να κατεβαίνει απ’ τα βουνά και να σκεπάζει κάθε κομμάτι, έτσι που το οικοδόμημα να χάνεται τελείως στην άπλα μιας πλαγιάς που είναι στημένο.
Κι’ αν έχει ήλιο, καίγεται από τη ζέστη, και κάθε βήμα τσουρουφλίζεται, χωρίς σκιά, για ανάπαυση, παρά απ’ τις κολώνες του ναού, που ξεπετάγονται άξαφνα, μοναχική φιγούρα του μεγαλείου που έσβησε.
Δεν ήταν έτσι όταν οι πέτρες οι πελώριες καβάλαγαν τις ράχες χιλιάδων δούλων, τότε που χτίστηκε ο ναός απ’ τον ‘Ικτίνο.
Για τη λατρεία του Απόλλωνα χτίστηκε ο ναός, στα μέσα του 5ου αιώνα, υστέρα από το λοιμό.
Είναι, όμως, βέβαιο πώς χτίστηκε πάνω σε παλιότερο ναό, του τέλους του 7ου η των αρχών του 6ου, αφού βρέθηκαν κομμάτια της εποχής εκείνης.
Ο τελικός ναός έχει εξωτερικά, τη μορφή ενός δωρικού περιπτέρου, μα με πολλές ιδιορρυθμίες που φανερώνουν τη δυνατότητα του Ικτίνου που κατασκεύασε δυο ναούς αριστουργήματα με τόσες διαφορές ανάμεσα τους.
Μεσα στο ναό, λένε, ότι υπήρχε μεγάλο άγαλμα του Απόλλωνα, που πάνω του έπεφτε ο ήλιος, καθώς ανέτελλε και σκορπιζόταν ύστερα στους κάμπους και στ’ απρόσιτα φαράγγια της Νέδας.
Το ίδιο άγαλμα χαρίσανε οι Φιγαλιείς στης Μεγαλόπολης την αγορά. 50.000.000 δρχ. εγκρίθηκαν για αναστήλωση.
Και ειδική επιτροπή μελετάει, τα επιστημονικά στοιχεία και τις μεθόδους που πρέπει να χρησιμοποιηθούν.
Προς το παρόν, υποστυλώματα π’ άρχιζαν να σαπίζουν. Πριν λίγα χρόνια έπεσε μια κολώνα. Ακόμα κάτω είναι.
Η πέτρα φταίει, λένε οι ειδικοί, κι’ ορισμένα σημεία έχουν πάθει τόση ζημιά, πουνάναι προβληματική η συντήρηση τους.
Πάντως στο σχέδιο «διάσωση» θα συμπαρασταθεί και η Ουνέσκο. “Αν, βέβαια, προλάβει !.. (σημ. kgrek. Η αναστήλωση του ναού τελικά υλοποιήθηκε).
ANΩ ΦΙΓΑΛΙΑ (ΠΑΥΛΙΤΣΑ)
Λείπαν στο θέρο οι χωρικοί και το χωριό έμοιαζε νεκρωμένο.
Μήτε θορύβους άκουγες, μήτε αλόγων χλιμιντρίσματα, ουτ’ ένας άνθρωπος.
Ανοίξαμε τις καγκελόπορτες, μπήκαμε μέσα, για να πιστέψω κι’ εγώ κι’ άλλοι που βρεθήκανε μαζί μου, ότι είναι αλήθεια και όχι όνειρο της παιδικής μου ηλικίας αυτό που χρόνια τώρα θυμόμουνα, πώς σ’ αυλές σπαρμένα κιονόκρανα φύτρωναν, σε τοίχους πλάκες με γραφές, χτισμένες μαζί με πέτρες, σε κήπους τάφοι αρχαίοι, που οι νοικοκύρηδες τρίβαν τ’ αλάτι και για γουδί το χέρι μιας υγείας, αγάλματος που βρέθηκε, όπως κι’ άλλα πολλά στο όργωμα, στο σκάψιμο, στον τρύγο.
Ακόμα είναι στις αυλές τα κιονόκρανα.
Ακόμα κάτω απ’ τη συκιά, στον έρημο κήπο του Κων. Παναγόπουλου βρίσκεται η πέτρα, που κάποιο κορμί σκέπαζε πριν βρεθεί εκεί για να τρίβεται αλάτι στην λεία ράχη της.
Μονάχα της υγείας το χέρι λείπει. Κάποιος το πούλησε και, φυσικά, όχι σε Μουσείο.
Και το καλύβι του Ζ. Θεοχάρη, το κτισμένο με μαρμαράγλυπττη πλάκα, με κάποιο μήνυμα απάνω χαραγμένο, ακόμα στέκει.
Δεν πρέπει νάναι συνηθισμένη μια τέτοια εικόνα, όπου οι θησαυροί περνούν σε πέμπτη μοίρα και γίνονται «οικοσκευές», η στύλοι για να δεθεί το χάμουρο του άλογου.
Λίγο πιο έξω από το χωριό, ερείπια από το ναό της Δήμητρας.
Και με το νύχι σου ακόμα να σκαλίσεις όλα αυτά τα μέρη, σίγουρα μύθοι και ιστορίες θα φάνουν, άγάλματα, αγγεία, ποιος ξέρει ακόμα τί, αφού εκεί βρισκόταν τ’ ονομαστό βασίλειο της Φιγαλίας, που οι κάτοικοι της έχτισαν τον Επικούρειο, και που κυριαρχούσαν, πολιτικά, σ’ ολάκερη την περιοχή του Κωτυλίου.
Απ’ το ναό ξεκίναγε δρόμος φαρδύς για το βασίλειο, που ίχνη του σώζονται σε μικρά τμήματα Β.Δ. του μνημείου.
Κι’ όλο αυτό το θησαυρό το κράτος τον παραπετάει, χωρίς ποτέ στους οδηγούς, στα ταξιδιωτικά, να τον προβάλλει ιδιαίτερα, με φροντίδα του μοναδική, τον διορισμένο ντόπιο φύλακα, που προσπαθεί μονάχος του να προστατέψει το χώμα το πολύτιμο απ’ τους αρχαιοκάπηλους και τους βανδαλιστές της άγνοιας, που η αξίνα τους μπορεί να βρει ένα άγαλμα καθώς σκαλίζει και να το σπάσει, στην καλύτερη περίπτωση.
Ακόμα και το Βυζαντινό το εκκλησάκι με τις διατηρημένες ελαιογραφίες, αυτός πρέπει να το ξελογγώνει, για να μη χαθεί τελείως από τους θάμνους και τ’ αγκάθια τα ψηλά σα δέντρα.
Το ξέρουν άραγες οι ειδικοί πώς κάπου αυτός ο μόνος φύλακας στηλώνει το εκκλησάκι για να μη σωριαστεί, πέτρα στις πέτρες, τις ταφόπετρες;
|
Κρήνη Αρχαίας Φιγαλίας |
Κι’ είναι γνωστό ότι σε τούτο το λιγόψυχο χωριό, τον περασμένο αιώνα γινόταν λαθρεμπόριο αρχαίων λειψάνων και πιο πολύ νομισμάτων, που άφησαν εκεί οι διάφοροι προσκυνητές ταυ ‘Απόλλωνα, στον Επικούρειο.
Όταν φαινόταν ξένος στο χωριό, οι ντόπιοι τρέχαν με χαρά και τον ρωτούσαν, αν θέλει ν’ αγοράσει, για δυο δεκάρες φυσικά, «μαρτζέλια», αρχαία νομίσματα.
Στη γη της Φιγαλίας έφτασε η Δήμητρα μαζί και η Περσεφόνη, απ’ τις ακτές του κόλπου της Κυπαρισσίας, περνώντας το ιστορικό ποτάμι Νέδα.
Εκεί μεγάλωσε η Περσεφόνη, μαζί με τις Νύμφες, κόρες του Δία, και κει την άρπαξε ο Πλούτωνας, μόλις το χέρι της ακούμπησε το νάρκισσο, που ξεχώριζε στους όμορφους, λουλουδιστούς αγρούς της Φιγαλίας.
Η Φιγαλία, το βασίλειο, ιδρύθηκε όπως μας λέει η παράδοση από τον Φίγαλο, γιο του Λυκάονα.
Κτισμένο σε κοιλάδα, περιβαλλόταν από βουνά και βαθιές χαράδρες, και το τείχος με τους πύργους του, η Ακρόπολη της Φιγαλίας, απ’ τον 6ο π.χ. αιώνα σώζεται ακόμα σ’ όλη του, σχεδόν, την έκταση σε αρκετό ύψος.
Η αρχαία πόλη είναι σήμερα θαμμένη κάτω απ’ το χωριό, που είναι μάλιστα κτισμένο πάνω στην αγορά, το πιο λαμπρό κτίσμα του βασιλείου, με τις στοές και τις κιονοστοιχίες, τους ανδριάντες και το άγαλμα του διάσημου Αρρακίωνα, που δυο φορές νίκησε στο Παγκράτιο άθλημα.
Ήταν ονομαστή για τις πανάρχαιες λατρείες και ιερά της, που ακόμα δεν έχουν εντοπιστεί, όπως της Δήμητρας Μέλαινης που λατρευόταν σε σπηλιά, κοντά στη Νέδα, και το λατρευτικό της άγαλμα της έδινε με αλογίσια κεφαλή, ιερότατο σύμβολο της Μυθολογίας, της Σωτείρας Αρτέμιδος, του Ακρατοφόρου Διόνυσου, με τ’ άγαλμα του, της Ευρυνόμης, του Ερμή, με τ’ άγαλμα του στην αγορά, μα και για τα διάφορα κτίσματα της, την Αγορά, το Στάδιο, το Γυμναστήριο και τόσα άλλα σκορπισμένα εκεί που μοναχά ο θόρυβος της ανατολής κι’ ο θόρυβος της δύσης σήμερα ακούγονται.
Αυτά, κι’ άλλα, τόσα πολλά, για το ταξίδι τούτο, που φέρνει μέσα του στιγμές π’ αλλάζουν, με συγκινήσεις μπόλικες, απλές, καθημερινές, μα πάντα όμορφες.
Που τόσο τις ζητάμε στη τσιμεντένια μας ζωή, στο καυσαέριο.
Πάνθεον Αυγ. 1976