Πάμε να το διαβάσουμε αναλυτικά… Πεθαίνει κάποιος και παρουσιάζεται στον Άγιο Πέτρο
«Εσύ είσαι σ….ξομανής και έχεις απατήσει τόσες πολλές φορές τη γυναίκα σου που δεν συγχωρείσαι! Πας κατευθείαν στην κόλαση στην πτέρυγα των σ….ξομανών» του λέει και τον στέλνει στην κόλαση.
«Εδώ είναι χαλαρά τα πράγματα. Μπορείς να κάνεις ότι θέλεις αλλά δεν έχει καθόλου σ…ξ! Εκτός αν πατήσεις αυτό το κόκκινο κουμπί».
Μπαίνει μέσα αυτός ανακουφισμένος που δεν έχει καζάνια και φωτιές και κάνει αμέριμνος μία βόλτα. Ξαφνικά βλέπει τον Σπαλιάρα, που στη ζωή του κυκλοφορούσε με πανέμορφες γυναίκες, αγκαζέ με μία άσκημη γριά, κοντή και χοντρή.
«Ρε Γιάννη τι έγινε; Το γούστο σου ήταν καλύτερο θυμάμαι…» του λέει.
«Δεν άντεξα χωρίς σ….ξ και πάτησα το κόκκινο κουμπί. Τώρα είμαι καταδικασμένος να είμαι μαζί της για πάντα και να το κάνω πρωί – μεσημέρι – βράδυ».
Προχωράει πιο κάτω και βλέπει τον Σόμμερ, που είχε τρελάνει τις γυναίκες, με μία μεσόκοπη παραμορφωμένη τραβεστί αγκαζέ.
«Ρε Κώστα τι έγινε; Τι είναι αυτή που κυκλοφορείς;»
«Ασε ρε πατριώτη…Δεν άντεξα και πάτησα το κόκκινο κουμπί. Τώρα είμαι καταδικασμένος να είμαι μαζί της για πάντα και να το κάνω πρωί – μεσημέρι – βράδυ».
Προχωράει πιο κάτω και βλέπει τον Γκλέτσο, που ήταν κάθε μέρα και με διαφορετική γυναίκα, με μία φαφούτα, τριχωτή γιαγιά.
«Ρε Αποστόλη τι έγινε; Τι είναι αυτή η γιαγιά που κυκλοφορείς;» του λέει.
«Άσε…δεν άντεξα, πάτησα το κόκκινο κουμπί και τώρα είμαι καταδικασμένος να το κάνω πρωί – μεσημέρι – βράδυ μαζί της για πάντα».
Προχωράει πιο κάτω και βλέπει τον Σεφερλή με την Ναταλία Γερμανού αγκαζέ.
«Γεια σου ρε Μάρκο!» του λέει «Έτσι σε θυμάμαι… μια ζωή να κυκλοφορείς με γυναικάρες. Όμως πως και δε σου έδωσαν κανένα μπάζο εσένα;»
Και πετιέται η Γερμανού: «Άσε… πάτησα το κόκκινο κουμπί….»