Μια φορά κι ένα καιρό λοιπόν, τα παλιά τα χρόνια, αρχές Δεκεμβρίου, πλησίαζαν τα Χριστούγεννα και ο Αι-Βασίλης είχε πολύ δουλειά. Καθόταν λοιπόν στο γραφείο του χαμένος μέσα σε χαρτιά, υπολογισμούς, λογιστικά, παραγγελίες, τιμολόγια, εφορίες, σχέδια για νέα παιχνίδια κλπ. Κοινώς έπηζε.
Εκεί λοιπόν που προσπαθούσε να τα βγάλει πέρα με τα χιλιάδες παιχνίδια που έπρεπε να κατασκευαστούν και να διανεμηθούν χτυπάει η πόρτα.
– Ποιος είναι;
– Περάστε μέσα. Τι θέλετε;
– Λοιπόν Άγιε Βασίλη, θέλουμε να σου πούμε ότι είσαι ένας απαράδεκτος, εγωιστής και εκμεταλλευτής. Χρόνια τώρα μας έχεις εκεί κάτω στο εργαστήριο να δουλεύουμε σαν τα σκυλιά για να φτιάχνουμε παιχνίδια. Εσύ παίρνεις τη δόξα και εμείς υποφέρουμε. Μας πληρώνεις πενταροδεκάρες, οι συνθήκες εργασίας στο εργαστήριο είναι άθλιες, δεν κολλάς ένσημα, δεν υπάρχει περίθαλψη, δεν δίνεις άδειες μετ’ αποδοχών. Για όλα αυτά, αποφασίσαμε να παραιτηθούμε όλοι ομαδικώς. Πάρε λοιπόν τα κλειδιά του εργαστηρίου και βγάλ ‘τα πέρα μόνος σου. Καλά Χριστούγεννα!
Και οι καλικάτζαροι έφυγαν.
Ο Άγιος τα πήρε στο κρανίο:
– Γαμώ τα υπουργεία, γαμώ τα συνδικάτα! Τσόγλανοι καλικάτζαροι που με άφησαν στα κρύα του λουτρού. Τι θα κάνω τώρα με τόσες παραγγελίες;
Πριν προλάβει να συνέλθει, ξαναχτυπά η πόρτα.
– Ποιος είναι;
Ήταν η Βασίλω, η γυναίκα του.
Πριν προλάβει να αρχίσει αυτός πάλι τη γκρίνια, αρχίζει η Βασίλω:
– Λοιπόν Βασιλάκη θέλω να σου πω ότι δεν είσαι καθόλου εντάξει. Όλη την ημέρα εδώ μέσα με τα χαρτιά και τα παιχνίδια εμένα με παραμελείς. Έχουμε να κάνουμε έρωτα κάτι μήνες, δεν με βγάζεις έξω, ξέχασες και την επέτειο του γάμου μας. Για όλα αυτά λοιπόν και εγώ σε αφήνω. Φεύγω διακοπές με τον Άγιο Συμεών, που είναι πολύ πιο τρυφερός από σένα, με προσέχει, με σέβεται και έχει μόνο εμένα στο μυαλό του. Καλά Χριστούγεννα και …ελπίζω να μην τα ξαναπούμε!
Μπαρούτι ο Άγιος Βασίλης!
– Αει στο καλό! Τσούλα! Μαλακισμένη! Με τον Άγιο Συμεών! Τον καλύτερό μου φίλο! Γαμώ το κέρατό σου! Και αυτοί οι καλικάτζαροι με άφησαν μόνο μου στο εργαστήριο και δεν προλαβαίνω. Πούστηδες, γαμώ τα υπουργεία σας και γαμώ τα συνδικάτα σας! Αει σιχτίρ.
Εκεί λοιπόν που ο Άγιος έβριζε, ξαναχτυπά η πόρτα.
– Ποιος είναι;
Ήταν ένα αγγελάκι:
– Άγιε Βασίλη, έφερα το Χριστουγεννιάτικο δένδρο. Που να το βάλω;
Τώρα λοιπόν ξέρετε γιατί βάζουν αγγελάκι στην κορυφή του Χριστουγεννιάτικου δένδρου.