Τρεις σκύλοι συναντιώνται στον προθάλαμο του κτηνίατρου.
Αρχίζουν κουβεντούλα και ρωτάνε τον ένα:
– Εσύ γιατί είσαι εδώ;
– Για ευθανασία. Aσε, δεν ξέρω τι μ’ έπιασε και μια μέρα που έλειπαν τα αφεντικά, άρχισα να χέζω και να κατουράω παντού, να ξεσκίζω τις κουρτίνες, τις πολυθρόνες, ρημαδιό το έκανα το σπίτι κι ας πέρναγα τόσο καλά.
– Εσύ; Ρωτάνε τον δεύτερο.
– Κι εγώ για ευθανασία. Και μένα το μαλάκα κάτι μ’ έπιασε, κι ενώ πέρναγα μπήκα, μια μέρα που τ’ αφεντικά ετοίμαζαν το πάρτυ τους, χίμηξα πάνω στα τραπέζια, στους μπουφέδες, πάνε τα κοτόπουλα, πάνε τα ζαμπόνια, τα ρήμαξα, πάει το πάρτυ, ζοχαδιαστήκανε και νά’μαι.
– Κι εσύ; ρωτουν τον τρίτο.
– Εγώ, μια μέρα ήμουν ξάπλα στο μαξιλάρι μου, μπαίνει η κυρία μου μ’ ένα τάνγκα μόνο και τη σφουγγαρίστρα κι αρχίζει να σφουγγαρίζει, να σκύβει, να κουνιέται, δεν ξέρω τι μ’έπιασε και της χυμάω από πίσω και της τον «φοράω». Τρόμαξαν να με ξεκολλήσουν από πάνω της.
– Ε, καλά, εσύ δικαίως, την αξίζεις την ευθανασία.
-Ποιά ευθανασία; Εμένα τα… Νύχια ήρθα να μου κόψουν!