Μια νεκροφόρα μετέφερε μόνη της ένα φέρετρο στο νεκροταφείο. Καθώς ήταν σε μια ανηφόρα, ήταν και χωματόδρομος, ανοίγει απο τα πολλά τραντάγματα η πόρτα χωρίς να καταλάβει τίποτα ο οδηγός (ήταν μεθυσμένος βλέπετε).
Το φέρετρο βγαίνει έξω και αρχίζει να κυλάει στην κατηφόρα. Καθώς κύλαγε, σε μια στιγμή σπάει και αρχίζει να κυλάει ο νεκρός από μόνος του. Καθώς κυλούσε χτυπά και σταματά πάνω σε έναν θάμνο.
Βλέπει ένας κυνηγός το θάμνο να κουνιέται, το περνά για λαγό και το γαζώνει στις σφαίρες. Βλέπει ότι είναι άνθρωπος και πανικοβάλλεται. Μην ξέροντας τι να κάνει το πετάει στην μέση της εθνικής οδού.
Μετά από λίγο το βλέπει ένας οδηγός, πατάει τελευταία στιγμή το φρένο αλλά έτρεχε πολύ, δεν προλαβαίνει να σταματήσει και το πατάει.
Πανικόβλητος το παίρνει και το πετάει στην θάλασσα. Το κύμα το πηγαίνει στα ανοιχτά, περνάει ένα σκάφος και το κόβει στα δύο. Πιο ψύχραιμος ο οδηγός του σκάφους παίρνει τα δύο κομμάτια και τα πηγαίνει σ ένα νοσοκομείο.
Τα κομμάτια τα παίρνει ένας ειδικός για αυτές τις περιπτώσεις χειρούργος και το βάζει κατευθείαν για εγχείρηση. Ο οδηγός του σκάφους κάθεται και περιμένει απ έξω γεμάτος αγωνία.
Μετά από πέντε ώρες συνεχούς εγχείρησης βγαίνει ο χειρούργος και του λέει:
-Λυπάμαι πολύ. Εάν τον είχατε φέρει πριν από… 5 λεπτά θα τον είχαμε σώσει!