Κατεβαίνει ο Κωστίκας στην Αθήνα για δουλειές και όπως βγαίνει απ΄το τρένο του δίνουν φυλλάδιο από ξενοδοχείο.
«Βρε καλά και μου το έδωσε ο άνθρωπος και δεν είχα που να μείνω», λέει.
Πάει στο ξενοδοχείο και παίρνει ένα δωμάτιο. Το βράδυ που κοιμόταν μπαίνει στο δωμάτιο μια γυναικάρα και του «άλλαξε τα φώτα».
Το πρωί πάει στη ρεσεψιόν για να φύγει και του δίνουν και 100€.
Όταν γύρισε στο χωριό του λέει στους συγχωριανούς του τι του συνέβη αλλά κανένας δεν τον πίστεψε παρά μόνο ο φίλος του ο Γιωρίκας.
Κατεβαίνει και ο Γιωρίκας στην Αθήνα, πάει στο ίδιο ξενοδοχείο και το βράδυ μπαίνει και στο δικό του δωμάτιο μέσα μια γυναικάρα και «άλλαξε τα φώτα» και σε αυτόν.
Το πρωί πάει στη ρεσεψιόν για να φύγει και δίνουν και σ’ αυτόν 100€.
Τρελαμένος γυρίζει στο χωρίο και λέει σε όλους την ιστορία αλλά κανένας δεν τον πίστεψε. Τον ακούει και ο παπάς του χωριού και του λέει:
«Τέκνον μου, το ψέμα είναι μεγάλη αμαρτία».
«Μα παπά μου αλήθεια λέω. Ότι έπαθε ο Κωστίκας έπαθα και εγώ και άμα θες πήγαινε να δεις και μόνος σου».
Έτσι ξεκινά και ο παπάς για την Αθήνα, φτάνει στο ξενοδοχείο και ξαπλώνει για να κοιμηθεί. Ξαφνικά έρχονται στο δωμάτιο 2 γυναικάρες και του «αλλάζουν τα φώτα».
Το πρωί πάει στη ρεσεψιόν για να φύγει και του δίνουν και 500€.
«Μα τι γίνεται εδώ..» λέει ο πατήρ έκπληκτος «…γιατί σε εμένα ήρθαν 2 γυναίκες και γιατί μου δίνετε και παραπάνω χρήματα;».
Και του απαντάει η ρεσεψιονίστ:
«Γιατί, τσόν*τα με παπά πρώτη φορά γυρίζουμε…».