Αποφασίζει ένα βράδυ ο Χριστός να επισκεφτεί τα Ζωνιανά στην Κρήτη. Χτυπάει µια πόρτα, του ανοίγουν.
-Καλώς τονε, τον σύντεκνο. Κάτσε να ξεκουραστείς.
-Ξέρετε εγώ είµαι ο…
-Εδώ πρώτα καθόµαστε και µετά συστηνόµαστε. Τι να κάνει ο Χριστός κάθεται.
-Βάλε µωρή Ελένη να φάµε.
-Μα ξέρετε εγώ είμαι ο…
-Εδώ πρώτα τρώμε και μετά συστηνόμαστε.
Τι να κάνει ο Χριστός τρώει.
-Φέρε μωρή Ελένη το ρακί να πιούμε που’ ρθε ο ξένος.
-Μα ξέρετε εγώ είμαι ο…
-Εδώ πρώτα πίνουμε και μετά συστηνόμαστε.
Τι να κάνει ο Χριστός κατεβάζει τις ρακιές του.
-Φέρε μωρέ Σήφη τη νέα σοδειά να την δοκιμάσουµε.
-Μα ξέρετε εγώ είμαι ο…
-Εδώ πρώτα καπνίζουμε και μετά συστηνόµαστε.
Τι να κάνει ο Χριστός κατεβάζει δυο τζούρες.
-Και τώρα ωρέ σύντεκνε ποιός είσαι του λόου σου;
-Είμαι ο Ιησούς Χριστός.
-Στο’ πα μωρέ Σήφη, οφέτος η σοδειά είναι άπαιχτη