Στην είσοδο είχαν έναν παπαγάλο ο οποίος μόλις τον είδε του είπε:
«Γεια σου ασχημομούρη!!!».
Ο τύπος ξαφνιάστηκε και δεν του άρεσε αυτό που άκουσε, αλλά σκέφτηκε ότι έτσι θα λέει ο παπαγάλος σε όλους.
Την επομένη μέρα λοιπόν περπατούσε πίσω από έναν άλλο κύριο και άκουσε τον παπαγάλο να του λέει: «Γεια σου κούκλε!», ενώ όταν πέρασε ο ίδιος από μπροστά του, του είπε πάλι:
«Γεια σου ασχημομούρη!!!».
Ο τύπος για αρκετό καιρό δεν ξαναπέρασε από εκεί.
Μια μέρα όμως αναγκάστηκε και πέρασε, οπότε με το που τον είδε παπαγάλος του είπε πάλι:
«Βρε τον ασχημομούρη, που χάθηκες τόσο καιρό;».
Νευριασμένος μπαίνει στο μαγαζί και αγοράζει τον παπαγάλο.
Τον βάζει σε έναν σάκο και τον πηγαίνει σε μια ερημιά, όπου αρχίζει να ταρακουνάει τον σάκο πάνω κάτω.
Λίγη ώρα αργότερα, ανοίγει τον σάκο, πιστεύοντας ότι ο παπαγάλος θα έχει συμμορφωθεί.
Πετάγεται έξω το πτηνό τινάζει τα φτερά του και λέει έκπληκτος:
«Πω πω έκανε τόσο δυνατό σεισμό που εξαφανίστηκαν όλα. Μόνο εγώ και ο ασχημομούρης γλυτώσαμε!».