Είναι ένας παππούς και μια γιαγιά και βλέπουν τηλεόραση όταν ξαφνικά εμφανίζεται ο Χάρος μπροστά τους.
«Ποιος είσαι εσύ», ρωτά η γιαγιά.
«Ο Χάρος».
«Και τι θες;», λέει ο παππούς.
«Ήρθα να πάρω τον έναν απ’ του δυο σας» «Εμένα πάρε, άσε τη γυναίκα μου να ζήσει!», λέει ο παππούς.
«Όχι, εμένα πάρε, άμα χάσω τον παππού, πως θα ζήσω;», λέει η γιαγιά.
«Σας δίνω διορία μερικές ώρες να αποφασίστε και θα ξανάρθω», λέει ο Χάρος.
Κάθισαν οι δυο τους, συζήτησαν, συζήτησαν, αλλά δεν μπόρεσαν να καταλήξουν πουθενά:
«Άμα σε χάσω», έλεγε η γιαγιά στον παππού. «Δεν θα μπορέσω να ζήσω ούτε μία ώρα!».
«Το ίδιο και εγώ…», έλεγε ο παππούς. «…Αλλά κάτι πρέπει τι να σκεφτούμε…. Πάω στην εκκλησία να προσευχηθώ, να πάρω τη γνώμη και του παπα-Θανάση που είναι σοφός άνθρωπος, πως θα καταφέρουμε ξεγελάσουμε τον Χάρο».
Φεύγει ο παππούς αλλά ξέχασε τα κλειδιά του και γυρίζει να τα πάρει. Χτυπά το κουδούνι…
«Ποιος είναι;» ρωτά η γιαγιά.
«Ο Χάρος», λέει ο παππούς για να την τρομάξει… Και απαντά η γιαγιά: «Στην εκκλησία πάει!».