νας βιολιστής πετούσε με το ιδιωτικό του τζετ όταν ξαφνικά παρουσιάστηκε βλάβη κι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σκάφος με αλεξίπτωτο, προλαβαίνοντας μόνο να πάρει μαζί του πέφτοντας το βιολί του.
Τελικά έπεσε στο ξέφωτο μιας ζούγκλας κι εκεί που στεκόταν και σκεφτόταν τι να κάνει βλέπει στην άκρη του ξέφωτου ένα λιοντάρι. Το λιοντάρι τον βλέπει κι αυτό και βρυχώμενο αρχίζει να ορμά προς το μέρος του.
Ο βιολιστής, συναισθανόμενος το τέλος του, βγάζει το βιολί του κι αρχίζει να παίζει μια λυπητερή μελωδία.
Το λιοντάρι συνεχίζει να ουρλιάζει και να επιτίθεται κι ο βιολιστής παίζει. Τον πλησιάζει στα τριάντα μέτρα, στα είκοσι, στα δέκα, στα πέντε και ξαφνικά σταματάει μπροστά του, μαγεμένο απ’ τη μουσική, κι ακούει.
Μετά από λίγο ένα δεύτερο λιοντάρι εμφανίζεται στην άκρη του ξέφωτου. Βρυχάται κι αρχίζει σαν αστραπή να ορμά. Πλησιάζει στα τριάντα μέτρα, στα είκοσι, στα δέκα, στα πέντε και σταματάει κι αυτό, μαγεμένο ,κι ακούει το βιολιστή.
Μετά από λίγο ένα τρίτο λιοντάρι κάνει την εμφάνισή του και βρυχάται κι επιτίθεται κι αυτό.
Φτάνει στα τριάντα μέτρα, στα είκοσι, στα δέκα, στα πέντε και τελικά πέφτει πάνω στο βιολιστή και τον κατασπαράζει. Τότε γυρνάει το πρώτο λιοντάρι και λέει στο δεύτερο: “Πάλι την έκανε τη μ@λ@κία του ο κουφός!”.