Ήτανε που λέτε δύο νταλικέρηδες και πήγαιναν στην εθνική. Κάποια στιγμή γυρνάει ο Κώτσος (συνοδηγός) και λέει στο Μήτσο (οδηγό):
K: Ρε Μήτσο, χέζομαι ρε συ…
Μ: Ρε Κώτσο κάνε λίγο κράτει, να, σε λίγο πιάνουμε Λάρισα, εκεί θα χέσεις.
K: Καλά…
Μετά από λίγο:
K: Ρε Μήτσο, πόση ώρα θέλουμε ακόμα για Λάρισα;
Μ: E είναι ακόμα 20-25 χιλιόμετρα, βάλε κανένα εικοσάλεπτο.
K: Ρε συ, ΧΕΖΟΜΑΙ σου λέω, δε μπορώ να κρατηθώ τόσο πολύ καταλαβαίνεις ρε σύ τι σου λέω, χέζομαι, θα χεστώ επάνω μου.
Μ: E τι θες να σου κάνω ρε Κώτσο, πάρε μια σακούλα και πάνε χέσε πίσω.
K: Αυτό θα κάνω, με συγχωρείς αλλά δε γίνεται αλλιώς…
Πάει λοιπόν ο Κώτσος στο πίσω μέρος της νταλίκας (king cab) και ξαλαφρώνει με αναστεναγμούς ανακούφισης. Όταν τελειώνει ξαναγυρνάει όλο χαμόγελα στη θέση του συνοδηγού.
K: Τώρα μάλιστα, τώρα πάμε και μέχρι Θεσσαλονίκη αν θες.
Μ: …
Μετά από λίγο:
Μ: Κώτσο, τι την έκανες τη σακούλα;
K: Α ναι, πίσω την άφησα;
Μ: Καλά ρε χάνεις; Θα σκύλο βρωμίσουμε εδώ μέσα. Πάρτη ρε μαλάκα και πέτα τη από το παράθυρο και πέθανα στη μπόχα.
K: Α καλά…
Πράγματι, παίρνει ο Κώτσος τη σακούλα και τη πετάει από το παράθυρο. Περνάει κανένα πεντάλεπτο ήρεμης πορείας όπου ξαφνικά από πίσω ακούγεται ένα βραχνό επίμονο ψιλό κορνάρισμα: “Μπι μπιπ! μπι μπιιιιπ!”. Κοιτάει ο Μήτσος από τον καθρέφτη και βλέπει σε κάποια απόσταση ένα τυπά με ένα παπάκι να του κάνει κάτι νοήματα. “Γαμώτο”, σκέφτεται, “τι θέλει το ούφο και κορνάρει;” και κατεβάζοντας ταχύτητα, ξεφεύγει αρκετά μέτρα μπροστά.
“Βρε μ ένα πού*** που μπλέξαμε”, σκέφτεται τσαντισμένος, “και όχι τίποτ άλλο μπορεί και να τον πατήσω χωρίς να το θέλω”. Και κόβοντας λίγο ταχύτητα γυρίζει και λέει στο συνοδηγό:
Μ: Ρε συ Κώτσο, για δες τι στην ευχή θέλει και κορνάρει ο μαλακό παπάκιας μη τον κάνω λιώμα σε καμιά στροφή.
Και ο Κώτσος ανοίγει το παράθυρο, βγάζει το κεφάλι του έξω, κοιτάει λίγο τον τύπο που έχει φτάσει δίπλα τους εντωμεταξύ και του λέει:
K: Τι θε ρε… σκατό φάτσα;