Ο Γιάννης κι η Ελένη παντρεύτηκαν πρόσφατα από κεραυνοβόλο έρωτα κι είναι ακόμα μες τα σιρόπια.
Όμως ο Γιάννης έχει αρχίσει να πεθυμάει και τις μπαρότσαρκες που έβγαινε με τους φίλους του πριν το γάμο.
Οπότε ένα βράδυ λέει στην Ελένη:
– Ξέρεις πιτσουνάκι μου, έλεγα να πήγαινα με το Αντωνάκη και τον Κώστα για καμιά μπύρα.
Κι η Ελένη:
– Μπύρα θέλει το σπουργιτάκι μου; Ορίστε, διάλεξε ποια προτιμάς!
Κι ανοίγει το ψυγείο και να σου μέσα καμιά δεκαριά είδη μπύρες ελληνικές και ξένες, ξανθιές, μαύρες, κόκκινες, πράσινες, μπλε…
– Ναι, αλλά βρε καρδουλίτσα μου, στο μπαρ με την μπύρα μας τρώμε και κάτι.
– Μεζεδάκι θέλει το σουτζουκάκι μου; Ορίστε, διάλεξε τι προτιμάς!
Και του παρουσιάζει ένα δίσκο γεμάτο μεζέδες να σου πέφτουνε τα σάλια, τι καπνιστά, τι σολομούς, τι χαβιάρια, τι όλα τα είδη τυριών, τι τα καλύτερα είδη αλλαντικών.
– Ναι, αλλά βρε γλυκουλίνι μου, στο μπαρ τη μπύρα την πίνουμε σε παγωμένα ποτήρια.
– Παγωμένο ποτήρι θέλει το μελομακαρονάκι μου; Ορίστε, διάλεξε ποιο προτιμάς!
Κι ανοίγει την κατάψυξη και να σου όλα τα είδη ποτηριών μπύρας παγωμένα!
– Ναι, αλλά βρε καρδερινάκι μου στο μπαρ όταν πίνουμε τη μπύρα μας λέμε και καμιά βρωμοκουβέντα να περάσει η ώρα…
– Βρωμοκουβέντες θέλει το μπακλαβαδάκι μου; Πιες λοιπόν τη γ@μημένη τη μπύρα σου, φάε τους γ@μημένους μεζέδες σου και κοψε τις μ@λ@κίες γιατί δεν πρόκειται να πας πουθενά. Τό ‘πιασες κ@ριόλη;