«Ένας Έλληνας πεθαίνει και φτάνει στη ρεσεψιόν της Κόλασης. Ο υπάλληλος του ανακοινώνει ότι επειδή είναι υπήκοος χώρας-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μπορεί να διαλέξει μία από τις κολάσεις των χωρών-μελών.
– «Να δω πώς είναι», του απαντά εκείνος. – «Ούτε να το σκέφτεστε κύριε!», του απαντά ο υπάλληλος! «Όλη την ημέρα μας δέρνουνε με κάτι τεράστια μαστίγια και το βράδυ μας βάζουν σε κάτι τεράστια βαρέλια γεμάτα σkατά!!! Φρίκη! Φρίκη! Εγώ σας λέω να μη μείνετε». Όπου φύγει-φύγει ο Έλληνας.
Στη συνέχεια δοκιμάζει τις υπόλοιπες κολάσεις, τα ίδια. Έτσι απογοητευμένος, καταφεύγει στην έσχατη λύση, την ελληνική κόλαση! Φτάνει λοιπόν έξω από την πύλη. Μία πύλη εγκαταλειμμένη, βρώμικη, όπου στο ψηλότερο σημείο της υπάρχει με μεγάλα φωσφορίζοντα γράμματα η λέξη ΚΟΛΑΣΗ. Το Κ και το Λ μάλιστα, δεν ανάβουν γιατί έχουν καεί τα λαμπάκια. Έτσι η επιγραφή γράφει ΟΑΣΗ. – «Ελληνική ανοργανωσιά…», μουρμουρίζει.
Όσο πλησιάζει, ακούει κάτι περίεργους θορύβους… Μοιάζουν με μουσική. Πλησιάζει περισσότερο. Η μουσική πλέον ακούγεται ολοκάθαρα. Μπουζούκια, μπαγλαμάδες κλπ. Χτυπάει… Του ανοίγει ένας τύπος κρατώντας μία μπουκάλα στο χέρι, τύφλα στο μεθύσι, και τον ρωτά τι θέλει.
– «Ήρθα να δω πώς είναι», του λέει και βάζει το κεφάλι του μέσα. Τραπέζια, πολύ κάπνα, κάτι γkόμενες χορεύουν πάνω στα τραπέζια τσιφτετέλια, νταούλια… Γενικώς, μπάχαλο. Τρελαίνεται ο τύπος:
– «Καλά ρε φίλε, τι γίνεται εδώ;» – «Aσε φίλε, χάλια!», του λέει ο μεθυσμένος. «Η κατάσταση είναι δραματική εδώ πέρα. Μας δέρνουν όλη μέρα με κάτι τεράστια μαστίγια και το βράδυ μας βάζουν σε κάτι τεράστια βαρέλια με σkατά. – «Πλάκα μου κάνεις;;;», απαντάει ο πεθαμένος. «Εδώ πίνετε και γλεντάτε!» – «Εεε, ξέρεις πώς είναι μωρέ εδώ στην Ελλάδα… Τη μία δεν έχουμε σkατά, την άλλη χαλάνε τα μαστίγια…