Μια μέρα του καλοκαιριού ήταν στην παραλία ένας Άγγλος, ένας Γάλλος και ένας Έλληνας.
Ξαφνικά ήρθε ένας μαυροφορεμένος άνθρωπος και τους είπε:
– Είμαι ο Χάρος, ήρθε η ώρα σας.
– Μα γιατί; Είμαστε νέοι ακόμα!
– Καλά, θα σας δώσω μία τελευταία ευκαιρία. Ένας ένας θα πετάξει και από ένα αντικείμενο στη θάλασσα, θα στείλω τους βοηθούς μου τα Χαράκια να το βρουν!!!
Άμα το βρουν θα σας κόψω το κεφάλι, άμα δεν το βρουν θα σας χαρίσω τη ζωή σας.
Πάει ο Άγγλος σκέφτεται, σκέφτεται, σκέφτεται και τελικά κάτι έριξε.
Έστειλε ο Χάρος τους βοηθούς του και μετά από περίπου 1 ώρα ήρθαν και τον ρώτησαν:
– Δικό σου είναι αυτό το κουμπί;
– Ναι.
Χρακ το κεφάλι!
Πάει ο Γάλλος σκέφτεται, σκέφτεται, σκέφτεται και τελικά κάτι έριξε.
Στέλνει ο Χάρος τους βοηθούς του, και μετά από 2 ώρες ήρθαν και ρώτησαν τον Γάλλο:
– Δική σου είναι αυτή η τρίχα;
– Ναι
Χρακ το κεφάλι!
Πάει και ο Έλληνας σκέφτεται, σκέφτεται, σκέφτεται. Τελικά κάτι έριξε κάτι και ο Έλληνας.
Έστειλε ο Χάρος τους βοηθούς του και περιμένει, περιμένει και μετά από 5 ώρες ήρθαν και είπαν στο Χάρο:
– Αφεντικό, δεν βρήκαμε τίποτα.
Και τότε ο Χάρος στον Έλληνα:
– Καλά! Σου χαρίσω τη ζωή σου. Αλλά πες μου, τι στο καλό έριξες;
Και ο Έλληνας απαντά με καμάρι:
– Ένα ντεπόν αναβράζον!