Ο ευγενέστατος και μορφωμένος καθηγητής της Θεολογίας επισκέπτεται το σπίτι του περίφημου αρχιμανδρίτη, ο οποίος είναι ίνδαλμά του.
Κουστουμαρισμένος, σένιος, φρεσκοξυρισμένος και τα σχετικά,
χτυπά την πόρτα και, μόλις αντικρίζει το νεωκόρο, του λέει μελιστάλαχτα:
“Καλημέρα σας και ο Θεός μαζί σας. Θα μπορούσα, ίσως, να έχω την τύχη και την ευτυχία να συνομιλήσω μετά του Σεβασμιότατου;”. “Μπα…”, λέει ξερά ο νεωκόρος. “Μάλιστα. Αντιλαμβάνομαι. Μάλλον δεν έχει χρόνο στη διάθεσή του.
Θα μπορούσα, τότε, λοιπόν, έστω να του υποβάλλω απλώς τα σέβη μου;”. “Μπα, όχι τώρα. Ξεκουράζεται…”, ξαναλέει, ψιλοχύμα, ο νεωκόρος.
Ο θεολόγος αποφασίζει να κάνει σχολιάκι: “Ω, αντιλαμβάνομαι. Αντιλαμβάνομαι. Κανένα πρόβλημα. Κανένα απολύτως. Θα επιστρέψω αργότερα, όταν ο Σεβασμιότατος δεν θα βρίσκεται στις αγκάλες του Μορφέως…”. Και ο νεωκόρος: “Ποιου Μορφέως, ρε μεγάλε; Απ όσο ξέρω… Βαγγέλη τον λένε τον κηπουρό”!