ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΑΡΑΚΛΟΒΟ ΤΗΣ ΜΙΝΘΗΣ ΗΛΕΙΑΣ
Το βυζαντινό κάστρο με την τεράστια στρατηγική θέση για τον Μοριά.
Το Κάστρο Αράκλοβο(ν) ή Κάστρο του Αράκλοβου (ή Αράκλωβου) ή Κάστρο της Άλβαινας (ή Άλβενας) ή Κάστρο Βουτσαρά (γαλλικά: Bucelet) είναι βυζαντινό μικρό ερειπωμένο κάστρο – φρούριο, το οποίο βρίσκεται στην κορυφή Χρυσούλι, πάνω από το χωριό Μίνθη του Δήμου Ζαχάρως της Ηλείας, στην ανατολική πλευρά του ομώνυμου βουνού της Μίνθης. Αν και μικρό σε μέγεθος φρούριο, τυπικά καστέλι, λόγω της στρατηγικής του θέσης θεωρείται, ιστοριογραφικά, ως ένα από τα πιο ξακουστά κάστρα του Μοριά.
Παλαιότερες ονομασίες:
Bucelet (γαλλικά), Ερεόκλοβο, Ορεόκλοβο, Αρβανόκαστρο
Άλλες ονομασίες
Κάστρο Άλβαινας ή Άλβενας ή Κάστρο Βουτσαρά
Το καστέλι αυτό είχε κτιστεί ήδη από τους βυζαντινούς χρόνους (πιθανώς περί τον 12ο αιώνα) και ήταν ιδιαίτερης στρατηγικής σημασίας για τον έλεγχο στο ορεινό στενό πέρασμα (δροῦγγος ή δρόγγος ή δρόγος), ανάμεσα στα όρη Λύκαιο και Μίνθη, που οδηγούσε από τις παράκτιες πεδιάδες της βυζαντινής και μεσαιωνικής Ηλείας προς τα Σκορτά και το εσωτερικό της Πελοποννήσου. Από αυτήν τη διαδρομή περνούσε ο δρόμος που συνέδεε το λιμάνι και το κάστρο της Γλαρέντζας (Κυλλήνης) με τα κάστρα της Μεσσηνίας. Στην μεσαιωνική περίοδο της περιοχής το Κάστρο του Αράκλοβου αποτελούσε ένα από τα παρόμοια κάστρα, όπως το φράγκικο Κάστρο του Περιγαρδίου (γαλλικά: Beauregard, Περιγάρδι εκ παραφθοράς, πιθανώς του 13ου αιώνα) της Ηλείας τα οποία βρίσκονταν στα σύνορα Ηλείας – Αρκαδίας, στον δρόγο των Σκορτών. Το φρούριο μετά την κατάκτησή του, περί το 1210, από τους ιππότες του Πριγκιπάτου της Αχαΐας (1205-1432), ανήκε στην Βαρωνία της Καρύταινας.
Το Αράκλοβον, αναφερόμενο ενίοτε και με την παραλλαγή του ως Ορεόκλοβον (Ὀρεόκλοβον), κυρίως στο μεσαιωνικό έργο «Χρονικόν του Μορέως», συναντάται σε διάφορες πηγές με πολλές άλλες παραλλαγές της ονομασίας του, ως Ερεόκλοβο, Ορεόκλοβο, καθώς επίσης και ως Αρβανόκαστρο. Επίσης αναφέρεται ως κάστρο του Βουτσαρά, από το όνομα του τελευταίου Βυζαντινού διοικητή του, ο οποίος ήταν ο Δοξαπατρής Βουτσαράς ή Βουτζαράς, πατέρας της Μαρίας Δοξαπατρή, η οποία σύμφωνα με την τοπική παράδοση γκρεμίστηκε από το κάστρο για να μην πέσει στα χέρια των Φράγκων και που η ιστορία της ενέπνευσε τον Δημήτριο Βερναρδάκη στο ομώνυμο θεατρικό έργο «Μαρία Δοξαπατρή». Πιθανολογείται ότι από τον Δοξαπατρή Βουτσασρά ή άλλα μέλη της οικογενείας του προέρχονται και οι ονομασίες των χωριών Βουτσαράς Αρκαδίας και Βουτσαράς Ιωαννίνων.
Επειδή το κάστρο της Μίνθης ως πριν λίγα χρόνια δεν είχε ταυτισθεί με το Αράκλοβον, στη βιβλιογραφία αναφερόταν κυρίως ως Κάστρο Χρυσουλίου και τοπικά κυρίως ως Κάστρο της Άλβενας ή Κάστρο της Άλβαινας, καθώς η παλιά ονομασία του σημερινού χωριού Μίνθη, ήταν η ονομασία Άλβενα ή Άλβαινα.
Οι Φράγκοι ανέφεραν το κάστρο ως Bucelet, ενώ οι Βενετοί στη συνέχεια ως Buceleto. Σε φραγκικές πηγές το Αράκλοβο μνημονεύεται συνήθως ως Bucelet, Buceleto, Porcellet κ.λπ. Ο Στέφανος Δραγούμης υποθέτει πως το όνομα προέρχεται από το οικογενειακό όνομα Βουτσαράς. Ο A. Bon το συνδέει με τον Grader de Boucere, φρούραρχο του Beaufort στα Σκορτά. Σύμφωνα με τον Μιχάλη Σ. Κορδώση πιο κοντά στην πραγματικότητα πιστεύει πως βρίσκεται ο τοπικός ερευνητής Γ. Δημητρακόπουλος, ο οποίος συσχετίζει το όνομα με το χωριό Μπάρζελι, που βρίσκεται 4 περίπου χιλιόμετρα ανατολικά του κάστρου. Ο Μ. Κορδώσης πιστεύει ότι «το όνομα Bucelet-Μπάρζελι είναι μία ακόμη ισχυρή ένδειξη ότι το Αράκλοβο του Δοξαπατρή ταυτίζεται με το κάστρο της Άλβαινας».
Πάντως η προέλευση τόσο της ελληνικής, όσο και της δυτικής ονομασίας του κάστρου αν και έχει συζητηθεί επί μακρόν από διάφορους ερευνητές, παραμένει ασαφής, συμπεριλαμβανομένων των προτάσεων ότι σημαίνει «ορεινός κλωβός» (κλουβί) ή «βαρέλι», ή ότι συνδέεται με τον μυθικό ήρωα Ηρακλή, αν και δεν υπάρχει κάποια ιδιαίτερη αναφορά στην τοπική παράδοση. Ομοίως, η δυτική ονομασία στις διάφορες μορφές της όπως: Bucel[l]et, Bucello, Polcellecto, Porcelle, Bucel[l]etto είναι επίσης ασαφής.
Τοποθεσία του κάστρου και γεωγραφικά στοιχεία
Η τοποθεσία στην οποία βρισκόταν το κάστρο, η οποία σήμερα γεωγραφικά ανήκει στην Ηλεία σε διάφορα ιστορικά χρονικά διαστήματα αποτελούσε άλλοτε τμήμα της Αρκαδίας ή της Μεσσηνίας και το κάστρο συνδέεται με τις τοπικές ιστορίες και παραδόσεις και στις τρεις αυτές περιοχές της Πελοποννήσου. Καθώς, επίσης, από τον 16ο αιώνα, το κάστρο εξαφανίζεται από τις διάφορες γραπτές πηγές, αλλά και από την τοπική τοπωνυμία, η αβεβαιότητα περί της τοποθεσίας του αυξήθηκε με αποτέλεσμα να διατυπωθούν διάφορες υποθέσεις, κυρίως από τους τοπικούς μελετητές, ως προς την ακριβή θέση του, με βάση τις ενδείξεις στις μεσαιωνικές πηγές. Οι διάφορες προτάσεις σχετικές με την ταυτοποίηση της τοποθεσίας του κάστρου περιλάμβαναν, τα ερειπωμένα κάστρα: α) στο Παλαιόκαστρο (Σαρακίνι Αρκαδίας), β) στην Πλατιάνα (τώρα, το μικρό κάστρο εκεί –όχι το μεγαλύτερο αρχαϊκό φρούριο– ταυτίζεται με το μεσαιωνικό κάστρο της Άκουμπας, Acumba), γ) το Σαμικό στις ακτές του Ιονίου Πελάγους, δ) το όρος Σμέρνα (φρούρια Σμέρνας και Ρίζας) και ε) την κορυφή Χρυσούλι κοντά στο όρος της Μίνθης (Βουνούκα). Από τις προτάσεις αυτές οι πλέον πιθανές και ικανές για να ταυτιστούν με το μεσαιωνικό Αράκλοβον ήταν οι δυο τελευταίες.
Σήμερα, με βάση τις ως τώρα σχετικές έρευνες των σύγχρονων ερευνητών, και παρά τις διαφορετικές εκτιμήσεις ή απόψεις, είτε του Γάλλου καθηγητή του Πανεπιστημίου της Λυών Antoine Bon, είτε άλλων ερευνητών της τοπικής ιστορίας, θεωρείται με μεγάλη πιθανότητα και πάντως μέχρι να επιβεβαιωθεί ή όχι, από σχετική αρχαιολογική έρευνα, ότι το φρούριο Αράκλοβον βρίσκεται στην κορυφή Χρυσούλι του όρους Μίνθη, σε υψόμετρο 1.200 μέτρα. Η ονομασία «Μίνθη» ήταν η αρχαία ονομασία του όρους, η οποία ισχύει επίσημα και στη σημερινή εποχή. Κατά τη μεταβυζαντινή εποχή και τον Μεσαίωνα, όμως, το βουνό και στη συνέχεια ο ομώνυμος οικισμός, ήταν γνωστά με τις ονομασίες Βουνούκα και Άλβενα ή Άλβαινα. Η πρόσβαση στο κάστρο είναι εξαιρετικά δύσκολη (ορειβατική ανάβαση) και επικίνδυνη, λόγω της παλαιότητας.
Ιστορία του κάστρου
Βυζαντινή εποχή– Μεσαίωνας
Την εποχή της άφιξης στον Μοριά των Σταυροφόρων, που επέστρεφαν από την Δ΄ Σταυροφορία (1201–1204), υπό τον Γουλιέλμο Σαμπλίτη (γαλλικά: Guillaume Ier de Champlitte, 1160–1209) και τον Γοδεφρείδο Α΄ Βιλλεαρδουίνο (γαλλικά: Geoffroi Ier de Villehardouin, 1169–1228) και την έναρξη της κατάκτησης της Πελοποννήσου, το 1205, το Αράκλοβον, ήταν ένα από τα δέκα φρούρια του Μοριά, τα οποία ακόμα κατείχαν οι Βυζαντινοί και δεν είχαν εγκαταλειφθεί. Την διοίκησή του είχε ο Δοξαπατρής Βουτσαράς. Οι Σταυροφόροι προσπάθησαν να καταλάβουν το φρούριο, αλλά απέτυχαν αρχικά. Σύμφωνα με την αραγονική εκδοχή του «Χρονικού του Μορέως, αναφέρεται ότι οι Σταυροφόροι άφησαν κάποιες δυνάμεις τους να κάνουν μια υποτυπώδη πολιορκία, ή μάλλον πιθανότερα έναν αποκλεισμό επί του κάστρου, ο οποίος μπορεί να διήρκεσε, για 5 περίπου χρόνια, δηλαδή μέχρι το 1210.
Η ιστορία του Δοξαπατρή Βουτσαρά και η ηρωική του αντίσταση απέναντι στους εισβολείς αποτελούσε ηρωικό πρότυπο για τον μεσαιωνικό ελληνισμό και ενέπνευσε μεταγενέστερα την λαϊκή παράδοση, αλλά και δημιουργούς, όπως τον Φώτη Κόντογλου, ο οποίος έφτιαξε την τοιχογραφία «Ο Δοξαπατρής αγωνίζεται εις το Αράκλοβο» που βρίσκεται στο κτίριο του Δημαρχείου Αθηνών.
1210-1430: Πριγκιπάτο της Αχαΐας
Σύμφωνα με τη σχετική έρευνα του ιστορικού Μιχάλη Κορδώση, στην μελέτη του «Ταύτιση του βυζαντινού κάστρου Αράκλοβον (Άλβαινα Ηλείας)», αναφέρεται ότι: «Ένα περίπου έτος ύστερα από την κατάληψη της βυζαντινής πρωτεύουσας, οι Φράγκοι, με επικεφαλής τον Βονιφάτιο Μομφερατικό, εισχώρησαν στην Πελοπόννησο, κατέλαβαν την Κόρινθο και το Άργος και πολιόρκησαν τον Ακροκόρινθο. Ενώ η πολιορκία του ισχυρού αυτού φρουρίου συνεχιζόταν, δύο Φράγκοι ευγενείς, ο Γουλιέλμος Σαμπλίτης και ο Γοδεφρίδος Βιλλεαρδουίνος, βάδισαν εναντίον της δυτικής Πελοπόννησου και κατέλαβαν με ευκολία την Πάτρα, την Ανδραβίδα και το Ποντικόκαστρο (μικρό φρούριο της περιοχής Κατακώλου). Σύμφωνα με την Ισπανική παραλλαγή του χρονικού του Μορέως, αμέσως ύστερα από την κατάληψη του τελευταίου φρουρίου, oι Φράγκοι εισχώρησαν στα Σκορτά, στο ορεινό δηλ. τμήμα της ανατ. Ηλείας και δυτ. Αρκαδίας, για να καταλάβουν το οχυρότατο κάστρο Αράκλοβο (Bucelet), ο υπερασπιστής όμως τού κάστρου Δοξαπατρής Βουτσαράς, δυνατός και γενναίος μαχητής, προξένησε μεγάλη φθορά στις τάξεις τους με τις συχνές εξόδους πού επιχειρούσε. Τελικά οι Φράγκοι αναγκάσθηκαν να αναχωρήσουν για την Κυπαρισσία, αφού άφησαν ένα μέρος του στρατού τους να πολιορκεί το φρούριο.
Η Ελληνική παραλλαγή του χρονικού του Μορέως μνημονεύει το όνομα του υπερασπιστή του φρουρίου, τον οποίο χαρακτηρίζει ως μεγάλο «στρατιώτη», αλλά ορίζει την πολιορκία του κάστρου ύστερα από τη μοναδική μάχη ανάμεσα στους Έλληνες και τους Φράγκους, που έγινε στη Μεσσηνία (Κούντουρας ελαιώνας) και όχι αμέσως μετά την κατάληψη του Ποντικόκαστρου. Συνδυάζοντας τα γραφόμενα και των δυο παραλλαγών, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η πολιορκία του φρουρίου άρχισε αμέσως και οι κατακτητές, πριν αναχωρήσουν, άφησαν ένα τμήμα του στρατού τους να το πολιορκεί και ότι αργότερα, μετά τη μάχη της Μεσσηνίας «και ενώ είχαν σταθεροποιηθεί και εξοικονομήσει τις απαραίτητες δυνάμεις, έστειλαν και άλλους άνδρες, για να ενισχύσουν τους πολιορκητές. Διαφορετικά, πρέπει να δεχτούμε ότι οι Φράγκοι πολιόρκησαν το κάστρο του Αρακλόβου δυό φορές, πριν και ύστερα από τη μοναδική μάχη της Μεσσηνίας, όπως έγινε και με το φρούριο της Αρκαδίας ».
Έτσι το κάστρο περιήλθε στο Πριγκιπάτο της Αχαΐας και προσαρτήθηκε στην Βαρωνία της Καρύταινας ή Βαρωνία των Σκορτών, η οποία ήταν μεσαιωνικό-φραγκικό φέουδο υποτελές στο Πριγκιπάτο και η οποία εκτεινόταν στην ορεινή περιοχή της δυτικής Αρκαδίας, η οποία ήταν τότε γνωστή ως «Σκορτά», με πρωτεύουσά της την Καρύταινα (γαλλικά: Caraintaine, ιταλικά: Caritena).
Το κάστρο δεν αναφέρεται στη συνέχεια, μέχρι την εξέγερση των κατοίκων των Σκορτών, το 1264 και πάλι στα τέλη του 1270, καθώς «φαίνεται πως η θέση του ήταν τέτοια που εξασκούσε έλεγχο στους ορεισίβιους κατοίκους των Σκορτών, οι οποίοι ήσαν ανυπότακτοι και δημιουργούσαν συχνά προβλήματα στους Φράγκους. Το ίδιο συνέβαινε με τα κάστρα Μυστράς, Λεύκτρο και Άστρος, πού χτίστηκαν για να ελέγχουν τους Σλάβους του Ταϋγέτου και τους κατοίκους του Πάρνωνα. Όπως ήταν φυσικό, οι Έλληνες των Σκορτών θεωρούσαν το Αράκλοβο, καθώς και το κάστρο της Καρύταινας που οι Φράγκοι έκτισαν στο ΝΑ άκρο της περιοχής, ως δύο σημεία στερήσεως της ελευθερίας τους. Πράγματι, ύστερα από την παραχώρηση της Λακωνίας στους Βυζαντινούς, οι κάτοικοι των Σκορτών επαναστάτησαν και πολιόρκησαν τα δύο παραπάνω φρούρια».
Γοδεφρείδος Β΄ ντε Μπρυγέρ
Το 1272 ο βαρόνος Γοδεφρείδος Β΄ ντε Μπρυγέρ (γαλλικά: Godefroy de Bruyères), σε μια προσπάθεια να διεκδικήσει τμήμα της κληρονομιάς του θείου του, Γοδεφρείδου ντε Μπρυγέρ (Geoffroy de Bruyères ή Geoffroy de Briel, 1223-1275), κατέλαβε το δεύτερο ισχυρό κάστρο των Σκορτών, το Αράκλοβο με τέχνασμα. Στη συνέχεια κάλεσε τους Βυζαντινούς του Δεσποτάτου του Μυστρά για να τους το πωλήσει/παραδώσει με στόχο να λάβει την υποστήριξή τους προκειμένου να γίνει ο ίδιος βαρόνος των Σκορτών, αλλά ο επικεφαλής διοικητής (κιβιτάνος) των Σκορτών Συμεών Βιδώνης (γαλλικά: Simon of Vidoigne) ανέτρεψε τα σχέδιά του, καθώς με τμήμα του φραγκικού στρατού που έφθασε στην Ίσοβα, στο «Πέραμα της Πτέρης», το στράτευμα του Δεσποτάτου εμποδίστηκε στο να περάσει τον ποταμό και να μπει στα Σκορτά, ενώ συγχρόνως στάλθηκε αγγελιοφόρος στον Γοδεφρείδο με τον όρο να τους παραδώσει το κάστρο ή διαφορετικά θα αναγκάζονταν να γκρεμίσουν τα τείχη. Τελικά ο Γοδεφρείδος αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει και να παραδώσει το κάστρο, με αντάλλαγμα το φέουδο της Μόραινας, καθώς και το φέουδο της Λισαρέας, πού θα έπαιρνε από τη μελλοντική του σύζυγο Πριγκίπισσα Ιζαμπώ.
Το έτος 1289 το κάστρο, Bucelet, όπως ονομάζεται στις φραγκικές πηγές, παραχωρείται ως φέουδο από τον Κάρολο τον Ανδεγαυό (γαλλικά: Charles d’Anjou, 1226–1285) στην Ισαβέλλα Α΄ της Αχαΐας (Ισαβέλλα Βιλλεαρδουίνη ή Βιλλαρδουίνη, γαλλικά: Isabelle de Villehardouin, 1263-1312), γνωστότερη κυρίως ως η πριγκίπισσα Ιζαμπώ (ή Ζαμπέα, σύμφωνα με το Χρονικόν του Μορέως) του Πριγκιπάτου της Αχαΐας, μαζί με το φρούριο της Καρύταινας.
Αρκετές φορές συναντώνται αναφορές στο φρούριο σε έγγραφα της οικογένειας Acdaiuolli (ως Pozoletto), καθώς και σε καταλόγους πελοποννησιακών φρουρίων (ως Polcelleto, Porcelleto, Araclovo, κ.λπ. ονομασίες).
Το κάστρο αποτελούσε περιουσία των εκάστοτε βαρόνων της Βαρονίας της Καρύταινας ως τις αρχές του 14ου αιώνα που θεωρήθηκε ξανά ιδιοκτησία του Πριγκιπάτου της Αχαΐας.
Το 1377 και το 1391 περιλαμβάνεται στους καταλόγους με τα φέουδα του πριγκιπάτου της Αχαΐας, ενώ στην απογραφή του 1391, καταγράφεται ότι υπήρχε εκεί και οικισμός με 100 οικίες.
1430-1460: Δεσποτάτο του Μυστρά
Γύρω στο έτος 1430 ή ίσως και λίγο νωρίτερα, το Αράκλοβον έγινε κτήση του Δεσποτάτου του Μυστρά, μαζί με το μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου, γι’ αυτό και σε πηγές της ύστερης βυζαντινής περιόδου μνημονεύεται ότι υπήρχε, με έδρα το φρούριο, και βυζαντινό «Θέμα Αρακλόβου».
1460-1683: Α΄ Τουρκοκρατία
Μετά το 1460, μαζί με τα υπόλοιπα κάστρα της του Μοριά κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς χωρίς να υπάρχουν αναφορές στις πηγές σχετικά με την κατάκτησή του, αν και για ένα σύντομο χρονικό διάστημα στην αρχή του Πρώτου Βενετοτουρκικού πολέμου (1463–1479), καταλήφθηκε για λίγο από τους Βενετούς, καθώς αναφέρεται στους ενετικούς καταλόγους του 1463, αλλά τελικά ανακτήθηκε ξανά από τους Οθωμανούς το 1467.
Μετά τον 15ο αιώνα, το Αράκλοβο χάνεται από το «ιστορικό γίγνεσθαι». Προφανώς αφέθηκε να ερημώνει, εγκαταλείφθηκε και δεν χρησιμοποιήθηκε ξανά στο μετέπειτα χρονικό διάστημα της Τουρκοκρατίας.
Αρχιτεκτονικά στοιχεία
Το Αρακλωβό των μεσαιωνικών πηγών ταυτίζεται, σύμφωνα με τον Μ. Κορδώση, με ακρίβεια με τον μπούρκο του κάστρου. Καθώς και στο «Χρονικόν του Μοριά» τα δύο μέρη χωρίζονται σαφώς, προφανώς κατά τη μεσαιωνική εποχή ονόμαζαν «Αράκλοβο» τον οικισμό και «κάστρο του Αρακλόβου» το φρούριο (ή μπούρκο τον οικισμό σε σχέση με το φρούριο). Σήμερα από το φημισμένο κάστρο σώζονται μόνο λιγοστά κατάλοιπα. Στη βάση του διακρίνονται ίχνη του εξωτερικού τείχους. Η εμφάνιση του χώρου του κάστρου είναι ένα τριγωνικό πλάτωμα, διαστάσεων 50Χ30 μέτρα περίπου, που περιβάλλεται από οχύρωση. Στην κορυφή σώζονται τα λείψανα δύο ομβροδεξαμενών, εκ των οποίων η μια διατηρείται ακόμη σε σχετικά καλή κατάσταση. Έχει ύψος 2 μέτρα, πλάτος 3,40 και μήκος 8 μέτρα και σε μεγάλο μέρος της επιφάνειάς της διατηρεί το επίχρισμα από κορασάνι. Συνήθως τέτοιες δεξαμενές σε ακροπόλεις χρησίμευαν και σαν βάσεις για υπερκείμενο πύργο. Στη βόρεια πλευρά του κάστρου έξω από το πλάτωμα της κορυφής υπάρχει μια τρίτη δεξαμενή.
Σύμφωνα με την έρευνα του αρχιτέκτονα και αρχαιολόγου Κωνσταντίνου Κουρέλη, αλλά και τον μηχανικό, ερευνητή γύρω από τα κάστρα της Ελλάδας, Μανώλη Παπαθανασίου, «από τον υπόλοιπο οικισμό δεν σώζεται σχεδόν τίποτα. Μόνο λιθοσωροί. Ένα μέρος του κάστρου έχει κατακρημνισθεί στον απόκρημνο γκρεμό στα ανατολικά. Σε δυο-τρία σημεία κάποια μπάζα μπορούν να αναγνωριστούν σαν υπολείμματα κτισμάτων» , ενώ «έξω από το κάστρο στη ΝΑ πλευρά υπάρχει εκτεταμένος ερειπιώνας που αποτελούσε σύμφωνα με τη μαρτυρία του Χρονικού το μπούργκο (οικισμός εκτός κάστρου) οι κάτοικοι του οποίου εκμεταλλεύονταν την ασφάλεια που πρόσφερε η οχύρωση του κάστρου. Εδώ εντοπίστηκαν χαλάσματα τεσσάρων εκκλησιών.
Φωτογραφίες: Ευγενική παραχώρηση από Δήμος Γ. Μιχαλόπουλος