Ειδικότερα, όπως εξηγεί ιδιοκτήτης ιχθυοπωλείου, μιλώντας στην ΕΡΤ, η τιμή του παστού μπακαλιάρου κυμαίνεται από 19 έως 22 ευρώ το κιλό, με τους φρέσκους μεγάλους μπακαλιάρους να κοστίζουν 25 ευρώ το κιλό, ενώ οι μικρότεροι 20 με 22 ευρώ το κιλό.
Να σημειωθεί πως πέρυσι η τιμή του μπακαλιάρου ήταν στα 18 – 20 ευρώ το κιλό, ενώ αύριο Τετάρτη 22 Μαρτίου αναμένεται σε συγκεκριμένα σούπερ μάρκετ ο κατεψυγμένος μπακαλιάρος να μπει και στο καλάθι του νοικοκυριού.
Μπακαλιάρος: Οδηγίες για σωστές αγορές
Σύμφωνα με τον Στρατή Μπουρνούς, ο παστός μπακαλιάρος θέλει 48 ώρες μέσα στο νερό, σε ψυγείο, και το νερό να αλλάζει κάθε 4 ώρες, ενώ το κουρκούτι γίνεται με μπύρα και λίγο αλεύρι.
Ωστόσο σημειώνει πως υπάρχει και ο φρέσκος, ο αιγαιοπελαγίτικος μπακαλιάρος που δεν θέλει ξαρμύρισμα, αλλά τηγανίζεται μόνο με λίγο αλευράκι.
Σύμφωνα με τον ίδιο, το φρέσκο ψάρι ξεχωρίζει από τα κόκκινα βράγχια, τα λαμπερά μάτια, το σφιχτό σώμα ενώ όσον αφορά τα χταπόδια, πρέπει να είναι ζωηρά και μπουκλέ, όπως χαρακτηριστικά λέει.
«Ο μπακαλιάρος είναι ένα είδος προς εξαφάνιση, γι’ αυτό οι μπακαλιάροι που πωλούνται αυτή την εποχή δεν πρέπει να είναι κάτω από 20 εκατοστά μήκος», είπε.
Γιατί είναι έθιμο να τρώμε μπακαλιάρο με σκορδαλιά την 25η Μαρτίου
Η 25η Μαρτίου έχει συνδυαστεί παραδοσιακά με τον μπακαλιάρο σκορδαλιά. Το συγκεκριμένο ψάρι ήρθε στο ελληνικό τραπέζι τον 15ο αιώνα και κατέληξε να γίνει εθνικό φαγητό της επετείου για την επανάσταση του 1821, που γιορτάζεται στις 25 Μαρτίου λόγω της Σαρακοστής.
Συγκεκριμένα η Εκκλησία επιτρέπει μόνο δύο φορές την κατανάλωση ψαριού, την ημέρα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου και την Κυριακή των Βαΐων. Με εξαίρεση τα νησιά, όπου το φρέσκο ψάρι ήταν σχεδόν πάντα διαθέσιμο, στις υπόλοιπες περιοχές της Ελλάδας ο παστός μπακαλιάρος εκείνες τις εποχές αποτελούσε την εύκολη λύση, οπότε πέρασε στην παράδοση συνοδεία σκορδαλιάς και έγινε εθνικό φαγητό της 25ης Μαρτίου.
Για την ιστορία, ο μπακαλιάρος εμφανίστηκε ως εμπορικό προϊόν περίπου το 800 μ.Χ., από την εποχή των Βίκινγκς. Στη συνέχεια οι Βάσκοι κατά την περίοδο του Μεσαίωνα ξεκίνησαν επίσης να τον εμπορεύονται, ενώ με το πάστωμά του κατάφεραν να τον διατηρούν για μεγάλο χρονικό διάστημα, κάτι που ήταν απαραίτητο για τα ταξίδια τους.