«Μια κοινότητα, όπως η ευρωπαϊκή, δεν είναι δυνατόν να μεγαλώσει ούτε καν να επιβιώσει χωρίς τις πολιτιστικές διαστάσεις της. Ο πολιτισμός είναι η ψυχή της κοινωνίας. Ετσι, το πρώτο και κύριο καθήκον μας, ως υπουργών Πολιτισμού, είναι να δούμε εξονυχιστικά τα θεμέλια και τη φύση αυτής της κοινότητας», είχε πει στην ιστορική της ομιλία, τότε που είχε εισηγηθεί τον θεσμό της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας.
Δεν αποφασίζουμε εμείς πότε πεθαίνει κάτι. Αυτό έρχεται από αλλού. Δεν ξέρουμε τη στιγμή, γιατί συμβαίνει ακριβώς όπως και με τον θάνατο, που είναι άγνωστη η ώρα. Τους ανθρώπους που αγαπήσαμε, πάντα τους κουβαλάμε μέσα μας. Οπως και τη Μελίνα.
Σε μια συνάντηση που είχε με τον Σαλβαδόρ Νταλί, τη ρώτησε ο διάσημος ζωγράφος: «Δεν θα σας ανησυχούσε αν ο Ζυλ Ντασσέν εμπνευστεί από ένα ωραίο πρόσωπο»; Και η Μελίνα απάντησε: «Δεν θα του το απαγορεύσω, ας εμπνευστεί. Ομως, του απαγορεύω να το ονειρευτεί τη νύχτα. Το θαύμα του έρωτα είναι ότι σε κάνει να ξεχνάς τον θάνατο. Οταν αγαπάς, νιώθεις απόλυτα ζωντανός. Σκέφτεσαι δημιουργικά, κάνεις σχέδια, όνειρα». Κι όταν ρώτησε ο Νταλί: «Τι είναι για σας ευτυχία»; Εκείνη απάντησε: «Κατ’ αρχάς, να μη φοβάμαι τον θάνατο. Θα ήθελα να είμαι αιώνια».
Η Μελίνα Μερκούρη είναι η συνάντηση ανάμεσα στο αιώνιο και το εφήμερο. Αυτό που φοβόταν περισσότερο απ’ όλα ήταν να μην την αγαπάνε. Μιλούσε με ειλικρίνεια. Δεν έκρυβε τη σκέψη της. Στο βιβλίο που είχα γράψει γι’ αυτήν, «Τα άγνωστα αποτυπώματά της», προσπαθώντας να παρουσιάσω στιγμές και πλευρές του χαρακτήρα της αθέατες, διαπίστωσα ότι η Μελίνα είναι ένας ολόκληρος κόσμος. Ανεξάντλητος και ανεξερεύνητος.
Τον Φεβρουάριο του 1983, κάλεσε, ως υπουργός Πολιτισμού, τη μεγάλη φιλόσοφο Μαργκερίτ Γιουρσενάρ. Ηθελε να την τιμήσει, επειδή ήταν η πρώτη γυναίκα που εξελέγη, το 1980, μέλος της Ακαδημίας της Γαλλίας. Κουβεντιάζοντας μαζί της για την πολυτάραχη ζωή της, η Μελίνα τη ρώτησε από πότε ξεκίνησε το σπάνιο ταλέντο της στην ποίηση και στη λογοτεχνία. Η Μαργκερίτ θυμήθηκε δύο στίχους της από τα πρώτα ποιήματα που έγραψε στα χρόνια της εφηβείας της: «Γίνε σοβαρός. Περιφρονώντας κάθε δουλική αλυσίδα. Απομακρύνσου απ’ το κακό και την ασχήμια, σκάλισε το ιδανικό σου με αυστηρότητα. Δούλεψε αδιάφορη για τους μάταιους θορύβους του πλήθους και κράτησε, σ’ αυτές τις μέρες που κάθε σεβασμός γκρεμίζεται, τη γαλήνια αγάπη της ομορφιάς. Σαν εκείνους τους ονειροπόλους που ζηλεύει η περηφάνια σου, ανάγκασε το πεπρωμένο να στεφανώσει τη ζωή σου. Ο κόσμος είναι αρκετά μεγάλος για τη μεγαλύτερη επιθυμία σου. Ανέβα, με τα μάτια καρφωμένα στο υπέρτατο ύψος όπου λάμπει ακόμη το αρχαίο διάδημα που μόνο ο νικητής μπορεί ν’ αρπάξει». Ισως θυμήθηκε αυτό το ποίημα, επειδή ταύτισε την προσωπικότητα της Μελίνας με αυτούς τους στίχους.
Η σχέση της Μελίνας Μερκούρη με τον πολιτισμό και η πίστη της στην αξία του διαφαίνεται στο όραμά της για τη θέσπιση του θεσμού της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας. Στην ομιλία της για την υποστήριξη της θέσης της, ανέφερε: «Μια κοινότητα, όπως η ευρωπαϊκή, δεν είναι δυνατόν να μεγαλώσει ούτε καν να επιβιώσει χωρίς τις πολιτιστικές διαστάσεις της. Ο πολιτισμός είναι η ψυχή της κοινωνίας. Ετσι, το πρώτο και κύριο καθήκον μας, ως υπουργών Πολιτισμού, είναι να δούμε εξονυχιστικά τα θεμέλια και τη φύση αυτής της κοινότητας. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να επιβάλει ο καθένας τις ιδέες του στους άλλους. Αντίθετα, σημαίνει να αναγνωρίσουμε τις διαφορές και τις ιδιαιτερότητές μας. Ο καθοριστικός συντελεστής μιας ευρωπαϊκής ταυτότητας βρίσκεται ακριβώς στον σεβασμό αυτών των διαφορών, με στόχο να δημιουργήσουμε έναν ζωντανό διάλογο ανάμεσα στους πολιτισμούς των ευρωπαϊκών χωρών. Είναι καιρός να ακουστεί η φωνή μας δυνατή όσο και η φωνή των τεχνοκρατών. Ο πολιτισμός, η τέχνη και δημιουργία δεν είναι λιγότερο σημαντικά πράγματα από την τεχνολογία, το εμπόριο και την οικονομία».
Η Ντένη Βαχλιώτη, η γνωστή ενδυματολόγος και φίλη της Μελίνας, όταν της ζήτησαν να θυμηθεί πώς ήταν η προσωπικότητά της, απάντησε: «Ακόμα και στο Παρίσι –που αναμφισβήτητα ήταν η Μέκκα των ωραίων και κομψών γυναικών στις δεκαετίες του ’50 και ’60–, η Μελίνα ξεχώριζε για την ομορφιά της, την κομψότητα, τον αέρα της. Δεν ήταν δυνατόν να περάσει κάπου απαρατήρητη. Και στις διασκεδάσεις ήταν η πρώτη, κυριολεκτικά life of the party. Τραγουδούσε. Δεν υπήρχε πάρτι που να μην τραγουδήσει η Μελίνα. Πολλές φορές, μάλιστα, κάναμε μαζί πολύ ωραία ντουέτα, πρίμο – σεκόντο. Θυμάμαι ιδιαίτερα τα soupers στους Ρότσιλντ –φαγητό μετά το θέατρο, για να μπορούν να παρευρίσκονται οι πρωταγωνιστές και οι πριμαντόνες. Αρχιζαν στις δύο τη νύχτα και κρατούσαν ώς το ξημέρωμα. Και θυμάμαι ένα μεγάλο πάρτι, παραμονή Χριστουγέννων, την εποχή της «Φαίδρας», στο σπίτι της Μελίνας, στη Rue de Rivoli. Ηταν ένα πολύ μεγάλο σπίτι με πιάνο και κάθισε ο Τόνι Πέρκινς στο πιάνο –έπαιζε πολύ ωραία– κι εμείς τραγουδούσαμε «σε πότισα ροδόσταμο με πότισες φαρμάκι» και μετά περνούσαμε στα πολύ παλιά τραγούδια, τη «Βιολετέρα», το «Σόλε μίο», τα ερωτικά τραγούδια της Λισιέν Μπουαγιέ, από την εποχή των μαμάδων μας, και τα πολύ παλιά ελληνικά μελό που μας είχε μάθει ο Τσαρούχης.
«…Ημουν κι εγώ τρελή. Ησουν κι εσύ πιο πολύ…». Γινόταν της μουρλής… Κι ύστερα η αποθέωση με το «Πάολα»: «…Σε μια τρελή βραδιά χορού, αυτό συνέβη προ καιρού, την είδε κι ήταν πνιγμένη στα Γκερλέν, κι άκουγε γύρω του σαξόφωνα να κλαιν…».
Το κυριότερο που μπορώ να πω για τη Μελίνα εκείνης της εποχής είναι ότι βρισκόταν διαρκώς μέσα σ’ ένα όνειρο –όνειρο που κατάφερνε ανελλιπώς να κάνει πραγματικότητα. Δεν υπήρχε όραμα της Μελίνας (πάντα βέβαια σχετικό με τον εαυτό της και την προβολή της) που να μην καταφέρνει να το πραγματοποιεί. Βρισκόταν ακατάπαυστα σ’ έναν πυρετό, σε μια ασταμάτητη κατάσταση ερεθισμού. Είχε πάντα πολύ χιούμορ και πολύ κέφι για διασκέδαση αλλά και για δημιουργία».
Δεν μπορείς εύκολα να έχεις το ακριβές μέτρο στην προσφορά της Μελίνας. Οταν τη συναντούσες, σε χαιρετούσε πάντα εγκάρδια κι ένιωθες ότι είχες απέναντί σου έναν δικό σου άνθρωπο.
Ο αγώνας της για την επιστροφή των Μαρμάρων της Ακρόπολης, έδωσε το χαρακτηριστικό στίγμα της προσωπικότητάς της, που είναι η επιμονή.